Ρούλα Κόζη

Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2018

Η διάσωση των Χριστουγέννων


      





       Το χιόνι για άλλη μια φορά είχε καλύψει τα πάντα. Όμως ο Άγιος Βασίλης και τα ξωτικά του πιστοί κάθε χρόνο αιώνες τώρα στη δουλειά τους, εργάζονταν πυρετωδώς για να τελειώσουν την κατασκευή και συσκευασία των δώρων που ζήτησαν τα παιδάκια σε όλον τον κόσμο. Γράμματα με λίστες σωρό απ΄τα παιδιά απ΄ άκρη σ΄άκρη της γέμισαν ξανά το τεράστιο-ίσα με ένα οικοδομικό τετράγωνο-κόκκινο γραμματοκιβώτιο του πιο λατρεμένου αγίου. Το παιχνιδοεργαστήριο του λοιπόν αυτή την ώρα είναι γεμάτο από σκόρπια γράμματα, άλλα ήδη ανοιγμένα και διαβασμένα και άλλα ακόμα κλειστά, από λογιών-λογιών παιχνίδια που κατασκευάστηκαν για τα παιδιά: ποδήλατα, κούκλες, αμαξάκια και ό,τι άλλο η φαντασία των παιδιών μαγείρεψε και η καρδιά τους λαχτάρησε, από εκατοντάδες ξωτικά που τυλίγουν τα δώρα και γεμίζουν τις σακούλες. Και όσο περνά η ώρα, τόσο αυξάνεται η χαρά και η προσμονή για όλους. Η χριστουγεννιάτικη μελωδία που ντύνει ευχάριστα την όλη ατμόσφαιρα, κρατάει τη ζωντάνια στα ύψη και τα ξωτικά ευδιάθετα. Η Βασιλίνα, η πιστή σύζυγος του Άη Βασίλη μαζί με την βοηθό της την Μαίρη ψήνουν  ολημερίς λαχταριστά φαγητά και γλυκά και όλο το παιχνιδοεργοστάσιο μοσχοβολά! Αυτή τη χρονιά, όπως και εκατοντάδες άλλες χρονιές πριν απ΄αυτή, ο Άγιος Βασίλης ελέγχει δύο φορές τη λίστα του για να σιγουρευτεί πως κανένα μα κανένα παιδάκι δεν θα ξεχαστεί και φέτος. Το βιβλίο και το πάζλ του Μανώλη, η κούκλα της Εμμανουέλλας εκείνη με τη μακριά, ξανθιά πλεξούδα και το ροζ καρό φορεματάκι και τα λευκά παπούτσια, μπαίνουν προσεκτικά στον σάκο. Σειρά έχουν το κόκκινο πυροσβεστικό όχημα που ζήτησε ο Πέτρος, το τρένο του Σεραφείμ, τα κουζινικά της Ελισσώς, η κούκλα-μωρό της Κωνσταντίνας και φυσικά το ποδήλατο που ζήτησε στο γράμμα της για τον δίδυμο αδερφό της τον Βασίλη, τονίζοντας στον Άγιο Βασίλη πως αν τύχει και του διαφύγει, θα έχει να κάνει μαζί της. Αυτά και άλλα πολλά μπαίνουν στον κόκκινο σάκο, κάνοντάς τον να μοιάζει έτοιμος να εκραγεί.
            Μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα και ο άγιος επισκέπτεται ξανά τον στάβλο όπου ξεκουράζονται οι αγαπημένοι του τάρανδοι. Τους δίνει από το καλύτερο σιτάρι της χρονιάς, πολλά κατακόκκινα μήλα-λαχταριστό γεύμα που ξετρελαίνονται να τρώνε- και φυσικά πολύ νερό για να ξεδιψάσουν. Τους ταράνδους του τους αγαπάει πολύ και τους φροντίζει ακούραστα όλον τον χρόνο, καθώς μ΄αυτούς θα ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, μοιράζοντας τα δώρα στα παιδιά. Πρώτα πλησιάζει τον Ρούντολφ-τον πιο αγαπημένο του ανάμεσα στους ταράνδους-ο οποίος φαίνεται να είναι μελαγχολικός και πεσμένος. Η μύτη του που συνήθιζε να είναι κατακόκκινη και λαμπερή, τώρα έχει πάρει το χρώμα του κεχριμπαριού, πορτοκαλί και είναι θαμπή, θολή. Ακόμα και όταν του γέμισε το παχνί του με φαγητό, εκείνος κούνησε άκεφα το κεφάλι του.
«Άγιε…», του είπε χαμηλόφωνα. «Νομίζω πως είμαι άααααα…ψοοουυυ».
«Ω, μικρέ μου», είπε ξεφυσώντας ο Άγιος Βασίλης. «Ελπίζω να νιώσεις καλύτερα σύντομα, διαφορετικά δεν θα μπορέσεις να μας ακολουθήσεις στο ταξίδι φέτος. Φάε πολύ και ξεκουράσου καλά. Θα έρθω ξανά αργότερα να δω πώς είσαι».
      Ο Ρούντολφ χαμήλωσε το κεφάλι στο έδαφος. Καθώς ο Άγιος πλησιάζει προς τον Τολμηρό, ακούει ένα βροντερό φτέρνισμα και ένα πνιγερό βήχα.
«Τολμηρέ, εσύ ήσουν αυτός; Μη μου πεις ότι αρρωσταίνεις και εσύ…», είπε φοβερά αναστατωμένος. 
        Ο Τολμηρός κούνησε το κεφάλι του επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του Άγιου Βασίλη.
«Πολύ φοβάμαι πως όλοι μας είμαστε άρρωστοι. Η Βροντή πριν φτερνίστηκε τόσο δυνατά που κόντεψαν να ξεριζωθούν τα μικρά της κέρατα».
       Ο Άγιος Βασίλης που τόσο φροντίζει την ομάδα του να είναι δυνατή και υγιής, τώρα την βλέπει άρρωστη και ταλαιπωρημένη και δεν ξέρει τι να κάνει. Αμέσως του έρχεται στο μυαλό μια καταπληκτική ιδέα. Παίρνει τηλέφωνο τον Σάινι Ούπατρι. Οι δυο τους μαζί ίδρυσαν αυτό το καταπληκτικό χωριό. Ο Σάινι γνωρίζει έναν καταπληκτικό κτηνίατρο, όμως μένει στην άλλη άκρη του Βόρειου πόλου. Τα λόγια όμως του Σάινι τον έπεισαν να έρθει και να βοηθήσει τους ταράνδους του Άη Βασίλη που υποφέρουν. Ευτυχώς οι ώρες αναμονής ώσπου να διασχίσει ο γιατρός όλο το Βόρειο πόλο πέρασαν γρήγορα και στις πύλες του χωριού τον υποδέχτηκε με χαρά ο Πέππερ Μίνστιχ, ο πιστός φρουρός του μυστικού περάσματος για το χωριό του Άη Βασίλη, ο οποίος τον μετέφερε γρήγορα στον στάβλο. Ο διάσημος κτηνίατρος αφού έβγαλε όλα τα ιατρικά εργαλεία του, εξέτασε έναν-έναν προσεκτικά όλους τους ταράνδους. Τους ακροάστηκε με το στηθοσκόπιο, ζητώντας τους να πάρουν βαθιές ανάσες, ξεφυσώντας ύστερα τον αέρα και ρίχνοντας φως με τον μικροσκοπικό φακό του στα τεράστια αυτιά τους. Ο Άγιος Βασίλης περίμενε υπομονετικά και χωρίς να μιλά, τον γιατρό να τελειώσει την εξέταση, που εκείνη την ώρα κατέγραφε τον πυρετό τους και έλεγχε τις μυτούλες τους. Μόλις τελείωσε, πλησίασε σοβαρός το ηλικιωμένο γενειοφόρο ξωτικό με τα κόκκινα ρούχα και τις μαύρες μπότες.
«Λοιπόν, είναι αυτό που υποψιαζόμουν από την αρχή», του λέει και σταματάει για λίγο. «Οι τάρανδοί σου πάσχουν από ταρανδοϊωση».
«Μα τα χίλια ξωτικά των Χριστουγέννων!», αναφώνησε ο Άγιος Βασίλης. «Μα τι σημαίνει αυτό, γιατρέ; Θα γίνουν καλά οι τάρανδοί μου; Πόσο σοβαρό είναι αυτό και τι μπορώ να κάνω εγώ;»
«Ηρέμισε, άγιε. Θα είναι μια χαρά. Απλά κόλλησαν τη γρίπη των ταράνδων. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα είναι καλά ως την Παραμονή των Χριστουγέννων για να μοιράσεις μαζί τους τα δώρα».
       
       Ο Άγιος Βασίλης απογοητευμένος χαμήλωσε το κεφάλι. Σκεπτικός χάιδευε την μακριά, λευκή γενειάδα του. Ευχαρίστησε τον γιατρό για την διάγνωση και τις συμβουλές του.
«Να βεβαιώνεσαι ότι πίνουν πολλά υγρά και ότι ξεκουράζονται αρκετά. Σε λίγες εβδομάδες θα είναι πάλι γεροί και δυνατοί σαν την βροχή».

       Ο γιατρός είπε την τελευταία του κουβέντα και ανέβηκε στο έλκηθρο που θα τον γυρνούσε πίσω. Ο Άγιος γύρισε απογοητευμένος στο εργαστήριό του καθώς έπρεπε να πει τα δυσάρεστα νέα στους υπόλοιπους, στα ξωτικά και τη Βασιλίνα.
«Φοβάμαι πως είμαι αναγκασμένος να ακυρώσω τα Χριστούγεννα για φέτος. Χωρίς τους τάρανδους μου δεν έχω κανένα άλλο τρόπο να ταξιδέψω σε όλη τη Γη και να παραδώσω τα δώρα στα παιδιά», είπε και ένα δάκρυ κύλισε από τα γερασμένα, γκρίζα μάτια του.

       Όλα μαζί τα ξωτικά αναστέναξαν βαριά στο άκουσμα της είδησης για την κατάσταση των ταράνδων αλλά και της πρωτάκουστης απόφασης του Άγιου Βασίλη να ακυρώσει τα Χριστούγεννα. Ποτέ στα χιλιάδες χρόνια της ζωής τους δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο και τώρα δεν ξέρουν πώς να το διαχειριστούν. Όλα μαζί ψιθύριζαν και κοιτούσαν με μάτια μελαγχολικά σαν το παιδί που του έπεσε η μπάλα παγωτό από το χωνάκι.

«Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος τρόπος να παραδοθούν τα δέματα στα παιδιά», ακούστηκε η γλυκιά φωνή της Βασιλίνας που τόση ώρα στέκονταν σιωπηλή.
«Θα μπορούσαμε να τα στείλουμε με το ταχυδρομείο ή να τα ρίξουμε με αλεξίπτωτα απ΄το αεροπλάνο¨, είπε με αφέλεια ο νάνος Χαζούλης.
«Ωωωω, Χαζούλη χρησιμοποίησε το κεφάλι σου και για κάτι άλλο εκτός από το να ισορροπείς τους ώμους σου», απάντησε μουτρωμένος ο νάνος Γκρινιάρης.

Χμ, και επειδή απορείτε, ο Χαζούλης και ο Γκρινιάρης, ξέρετε οι γνωστοί, άφησαν το μικρό σπιτάκι τους που ζουν με τους άλλους 5 νάνους και δέχτηκαν να βοηθήσουν τον Άγιο Βασίλη και τα ξωτικά του καθώς φέτος τα γράμματα των παιδιών ξεπέρασαν κατά πολλές χιλιάδες τα γράμματα των περασμένων ετών.

«Δεν βλέπω να μας λες και μια πιο σοφή ιδέα εξυπνάκια», του απάντησε ο Χαζούλης.
«Ελάτε τώρα, σταματήστε», μπήκε στην μέση ο Άγιος Βασίλης. «Εκτιμώ την προσπάθεια του Χαζούλη να βρει μια λύση, όμως το ταχυδρομείο θα καθυστερήσει πολύ και η ρίψη από το αεροπλάνο δεν θα είναι ακριβής. Και μην ξεχνάμε ότι τα δώρα των παιδιών θα σπάσουν πέφτοντας από τόσο μεγάλο ύψος».
«Είδες; Σου είπα ότι οι ιδέες σου είναι ανόητες», πετάχτηκε πάλι ο Γκρινιάρης.

       Ο Άγιος Βασίλης ενοχλημένος από την συμπεριφορά του αυθάδη νάνου, χαμήλωσε με τον δείχτη του χεριού του τα γυαλιά απ΄την μύτη του και τον κοίταξε. Αν και δεν είπε ούτε μία λέξη, ο νάνος κατάλαβε ότι η συμπεριφορά του δεν άρμοζε ούτε σε αυτή αλλά ούτε και σε καμιά άλλη περίσταση. Αν συνέχιζε, λοιπόν, κινδύνευε να τιμωρηθεί μπαίνοντας στο δωμάτιο με τα παλιά χαλασμένα παιχνίδια μέχρι την Πρωτοχρονιά. Ήταν κάτι που γνώριζε απ΄όταν μπήκε στο χωριό του Άη Βασίλη.

«Συγνώμη Άγιε Βασίλη, συγνώμη Χαζούλη», είπε ταπεινά και χαμηλόφωνα καθώς πλησίαζε διστακτικά τον πάγκο με τα φορτηγά.

«Το ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι μόνο μια λύση υπάρχει στο πρόβλημα και πως παρόλο που μισείς να το ζητήσεις, θα έσωζε τα φετινά Χριστούγεννα», ακούστηκε ξανά η γλυκιά φωνή της Βασιλίνας. Η πρότασή της συνοδεύτηκε από ένα απαλό χάδι στο ρυτιδιασμένο χέρι του πιο διάσημου ξωτικού.
«Όχι, όχι και πάλι όχι! Δεν θα του ζητήσω ποτέ μα ποτέ βοήθεια», φώναξε ο Άγιος Βασίλης καθώς κατάλαβε τις προθέσεις της γυναίκας του.
«Ώστε η περηφάνια σου είναι μεγαλύτερη από την αγάπη σου για τα παιδιά!», του απάντησε εκείνη και αυτή τη φορά ο τόνος και η χροιά της φωνής της δεν θύμιζε σε τίποτα την γλυκιά κυρία που ήταν μέχρι πριν λίγο. 
Η Βασιλίνα ποτέ πριν δεν είχε μιλήσει έτσι στον σύζυγό της και εκείνος τώρα την κοιτούσε έκπληκτος. Ήταν πάντα υποστηρικτική και του μιλούσε πάντα με τα πιο γλυκά λόγια(κάποιες φορές πιο γλυκά και απ΄τα γλυκά που έφταχνε). Τώρα όμως η επιπόλαιη και εγωιστική απόφασή του θα κατέστρεφε την πιο όμορφη στιγμή εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών σε όλον τον πλανήτη. Και κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να του επιτρέψει να συμβεί. Θα τον σταματούσε με κάθε τρόπο.

«Εεεεντάξει…», συμφώνησε απρόθυμα ο Άγιος Βασίλης. «Όμως δεν σου υπόσχομαι ότι θα βγει κάτι από αυτό. Ξέρεις πόσο εγωιστής άνθρωπος είναι», πρόσθεσε και ίσιωσε την φορεσιά του.

        Η Βασιλίνα χαμογέλασε πλατιά και ήρθε ξανά στο πρόσωπό της αυτή η γνώριμη γλύκα.
Ήξερε ότι ο άντρας της είναι λιγουλάκι εγωιστής, μα ήξερε επίσης και πώς να του αλλάξει την γνώμη. Έτσι λοιπόν, χωρίς να χαθεί κι άλλος πολύτιμος χρόνος, ανέβηκε στο έλκηθρό του, εκείνο που έχει για τις καθημερινές δουλειές του, όχι αυτό που πετάει, και ξεκίνησε για το μέρος στο οποίο είχε να πατήσει περίπου έναν αιώνα.
       Σε λίγες ώρες η πόλη απλωνόταν μπροστά στο έλκηθρό του, ενώ ένα φωτεινό ουράνιο τόξο που ήταν χαραγμένο πάνω στον ουρανό την αγκάλιαζε σαν αψίδα. Το σπίτι δεν ήταν και δύσκολο να θυμηθεί που βρισκόταν και έτσι σε λίγα λεπτά βρισκόταν μπροστά στην είσοδο. Σήκωσε ψηλά το βλέμμα και χάζεψε το ψηλό, επιβλητικό κτήριο. Ίσιωσε την φορεσιά του, μάζεψε όσο κουράγιο μπορούσε να μαζέψει και χτύπησε αποφασιστικά το κουδούνι. Περίμενε υπομονετικά ώσπου κάποιος να εμφανιστεί στην πόρτα. Δεν περίμενε πολύ και η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Πίσω της στεκόταν ο Πέρπλ ντυμένος φυσικά την μωβ φορεσιά του, με το μωβ παλτό του τυλιγμένο με παχιά γούνα σε χρώμα-μα τι άλλο; ΜΩΒ!- και με μια βαριά χρυσή ζώνη να πιέζει την στρουμπουλή κοιλιά του.

«Γεια σου,Πέρπλ», ήταν το μόνο που είπε για να λάβει το ίδιο ως απάντηση, μόνο που συνοδευόταν από μια βαθιά εκπνοή.
Και αφού τα δυο ξωτικά στεκόντουσαν εκεί αμίλητα, ακούνητα το ένα απέναντι στο άλλο κάνοντας τη στιγμή να μοιάζει με μια αιωνιότητα, ο Άγιος Βασίλης αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή.
«Λοιπόν, θα μου επιτρέψεις να περάσω ή θα με αφήσεις να σου πω όσα θέλω από εδώ;»
«Εεεε,χμ χμ ναι…»απάντησε ο Πέρπλ αμήχανα και έκανε ένα βήμα πίσω για να επιτρέψει στον επισκέπτη του να περάσει με άνεση.
«Ποιος άνεμος σε έφερε μιας που είχαμε χρόνια να δούμε πατημασιά σου εδώ;», τον ρώτησε δείχνοντάς του ταυτόχρονα με την παλάμη του μια θέση στον καναπέ.
«Ακριβώς εκατό χρόνια. Όμως μην παίρνεις θάρρος, Πέρπλ. Δεν θα βρισκόμουν εδώ αυτή τη στιγμή αν η Βασιλίνα δεν με παρακαλούσε τόσο».
«Ωωω, πώς είναι η ευγενική κυρία;», ρώτησε εύθυμα το ξωτικό που λάτρευε το μωβ.
«Από πότε σε ενδιαφέρει πώς είναι η κυρά μου;», τον ρώτησε ξερά ο Άγιος Βασίλης.
Έκανε πάλι να μιλήσει, μα δίστασε.
«Ήρθα…», έκανε την αρχή. «Ήρθα για να ζητήσω τη βο…εμ, χμ…δηλαδή, ήρθα γιατί θέλω τη βο…εεεεμμ, αυτό που θέλω να πω είναι ότι ήρθα γιατί χρειάζομαι τη βο…ΜΑ ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΟΥΠΟΥΛΕΝΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΑ! ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΩ ΑΥΤΗ ΤΗ ΛΕΞΗ!», κατέληξε ο Άγιος Βασίλης.
«Χμ ,μήπως η λέξη που χρειάζεσαι είναι βοήθεια;», είπε ο Πέρπλ προσπαθώντας να κρύψει ένα μικρό γελάκι. «Ήρθε ο διάσημος Άγιος Βασίλης ως εδώ να ζητήσει βοήθεια από τον παλιόφιλό του;», είπε ο Πέρπλ μη μπορώντας πλέον να συγκρατήσει τα γέλια του.
«Τώρα καταλαβαίνω πως όλο αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος. Δεν έπρεπε να έχω έρθει εδώ σήμερα. Αν δεν ήταν τα εκατοντάδες παιδιά σ΄όλη τη Γη που θα απογοητευτούν, θα έκανα άλλον έναν  αιώνα χωρίς να σε δω!», απάντησε πικραμένα ο Άγιος Βασίλης.
Ο Πέρπλ ξαφνικά σοβάρεψε.
«Ω, έλα τώρα παλιόφιλε. Χτες πέρασε από εδώ ο γιατρός και με πληροφόρησε για την κατάσταση των ταράνδων σου. Ήξερα, λοιπόν, πως θα περνούσες. Λυπάμαι πολύ, φίλε».
«Ώστε λοιπόν γνωρίζεις για τους φτωχούς ταράνδους μου και πως δεν θα είναι σε θέση ως τα Χριστούγεννα να κάνουν  το ταξίδι μου σ΄όλη τη Γη για να μοιράσω τα δώρα. Γι΄αυτό δεν απόρησες όταν με είδες στο κατώφλι σου», είπε με παράπονο ο Άγιος Βασίλης.
Ο Περπλ συμφώνησε σιωπηλά.
«Έτσι σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσες να ξεχάσεις μια για πάντα ό,τι συνέβη και να με βοηθήσεις. Είσαι ο μόνος που μπορεί να το κάνει. Ξέρω ότι μπορείς».
Ο Περπλ αφού το σκέφτηκε για λίγο του είπε: 
« Είσαι πρόθυμος να παραδεχτείς ότι ήταν λάθος σου να με αποκαλέσεις γεροτσιγκούνη και πως δεν έχω καρδιά για να μπορέσω να μεταδώσω το καλό πνεύμα της ευχαριστιάς;»
Τα δυο γέρικα ξωτικά κάθονταν σιωπηλά. Ο Πέρπλ αφού είδε ότι δεν λάμβανε απάντηση, επανέλαβε την ερώτηση: « Είσαι πρόθυμος, Άγιε;»
Ο Άγιος Βασίλης έσμιξε τα φρύδια και τα μικρά του μάτια σχεδόν χάθηκαν από κάτω τους. Ξαφνικά ένοιωσε βαριά τα γυαλιά πάνω στη μύτη του.
«Δεν θυμάμαι να τα είπα ακριβώς έτσι. Απλά ότι θα μπορούσες να είσαι πιο γενναιόδωρος».
«Ααα, όχι! Θυμάμαι τα λόγια σου καλά! Τώρα είσαι σε θέση να τα πάρεις όλα πίσω;».
Ο Άγιος Βασίλης δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι κατά βάθος τότε είχε κάνει λάθος, μα για το καλό των Χριστουγέννων ήταν πρόθυμος να το κάνει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κατάπιε την  περηφάνια του.
« Εντάξει, λοιπόν, το παραδέχομαι. Ήταν λάθος μου να πω όλα αυτά που είπα για σένα. Σου ζητώ ειλικρινά συγνώμη».
«Η συγνώμη σου γίνεται δεκτή. Και για να δεις ότι ο παλιόφιλός σου είναι σωστός και δίκαιος, σου ζητώ και εγώ συγνώμη που σου είπα ότι φαίνεσαι ανόητος φορώντας αυτά τα κατακόκκινα ρούχα και πηγαίνοντας πέρα δώθε και τρυπώνοντας τα βράδια από καμινάδες».
«Τι; Δεν θυμάμαι ποτέ να μου είπες κάτι τέτοιο, Περπλ», απάντησε απορημένος ο Άγιος Βασίλης.
«Χα,χα,χα έχεις δίκιο φίλε μου. Στην πραγματικότητα το είπα στον δημοσιογράφο που μου πήρε συνέντευξη ρωτώντας με πως νιώθω που είχα, έχω, τέλος πάντων φίλο που αντιπροσωπεύει τα Χριστούγεννα».
Ο Άγιος Βασίλης κούνησε τη μύτη του δεξιά-αριστερά. 
« Θεωρώ πως μου άξιζε λιγάκι», είπε και έσκασαν και οι δυο στα γέλια.
Ο Περπλ σηκώθηκε με δυσκολία από την αγαπημένη του πολυθρόνα και έκανε σήμα στον φίλο του να τον ακολουθήσει. Πλέον ήταν πάνω από δύο χιλιάδες ετών. Αν και ξωτικό, είχε αρχίσει πια να κουράζεται. Πλησίασε σε ένα ράφι που ήταν πάνω από το τζάκι του. Πήρε στα χέρια του ένα πολυκαιρισμένο μωβ, βελούδινο σακουλάκι και το έβαλε στα χέρια του Άγιου Βασίλη.
«Απλά σκόρπισέ τη τριγύρω στο έλκηθρό σου και μια δυνατή και υγιής ομάδα ταράνδων θα εμφανιστεί έτοιμη να σε βοηθήσει να ολοκληρώσεις το ταξίδι σου. Πρόσεχε μόνο, να καταφέρεις να γυρίσεις πριν τα μεσάνυχτα και να προσγειωθείς ξανά, διαφορετικά οι τάρανδοι θα εξαφανιστούν και θα σε αφήσουν στον αέρα».
Ο Άγιος Βασίλης ακούγοντας την τελευταία συμβουλή του Περπλ, τον κοίταξε παραξενεμένος. Ο Περπλ δεν κατάλαβε γιατί τον κοιτούσε τόσο παράξενα.
«Ω, όχι! Στάσου! Χα, χα, χα!, έσκασε στα γέλια μόλις κατάλαβε τι είχε πει και η στρογγυλή μωβ κοιλιά του έτρεμε σαν γιγάντιο ζελέ.
«Μάλλον μπερδεύτηκα με την κολοκύθα της Σταχτοπούτας! Χα, χα, χα! Εσύ θα πρέπει να έχεις προσγειωθεί πάνω στη Γη μέχρι το πρωί, πριν η πρώτη αχτίδα του ήλιου ακουμπήσει στη Γη!», είπε και έξυσε το κεφάλι του από αμηχανία.
Έσκασαν και οι δυο τους στα γέλια. Μπορεί τα τόσα χρόνια μακροζωίας να τους έχουν κάνει πάνσοφους, όμως κάποιες πληροφορίες μπερδεύονται λιγάκι στο μυαλό τους. Ο Άγιος Βασίλης κράτησε σφιχτά στην χούφτα  του το πολύτιμο δώρο και το έβαλε προσεκτικά στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Στάθηκε για ένα λεπτό και τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης.
«Πες στις νεράιδες σου ότι απόψε θα αφήσω κάτι γι αυτές. Όπως και για σένα, φυσικά, παλιέ, καλέ μου φίλε».
Λέγοντας αυτό άνοιξε τα χέρια του και αγκάλιασε σφιχτά τον Πέρπλ. Ανέβηκε ξανά στο έλκηθρό του και διέσχισε την πόλη. Στο δρόμο για την επιστροφή στο Χωριό έκανε και μερικές φιγούρες, αφήνοντας τα χνάρια του. Γυρνώντας όλοι τον υποδέχτηκαν με χαρά και το χαμόγελό του έφερε ανακούφιση, πως όλα πήγαν καλά. Η Βασιλίνα ήταν τόσο περήφανη μετά από όσα της εκμυστηρεύτηκε ο καλοκάγαθος κοκκινοφόρος άνδρας που του σέρβιρε διπλή μερίδα απ τη λαχταριστή σούπα που ο ίδιος λάτρευε. Ο Άγιος Βασίλης την ρούφηξε στο λεπτό.
            Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο Άγιος Βασίλης έκανε ακριβώς ότι του είχε πει ο Περπλ και έτσι, απ΄το πουθενά μία ομάδα δυνατών και υγιών τάρανδων έκανε την εμφάνισή της μπροστά από το έλκηθρό του, έτοιμη να τον μεταφέρει από σπίτι σε σπίτι απ άκρη σ άκρη στον πλανήτη. Έτσι λοιπόν, τα Χριστούγεννα σώθηκαν και μια παλιά φιλία αποκαταστάθηκε. Όσο για το πώς αρρώστησαν οι τάρανδοι του Άγιου Βασίλη, αυτό είναι είναι μια άλλη ιστορία, που θα την διηγηθούμε μια άλλη φορά.















Σάββατο, Δεκεμβρίου 15, 2018

Τ' αγκάθι






Ποτέ δεν θα μπορέσει να με αγαπήσει.
Είμαι τ’ αγκάθι και εκείνη το ρόδο,
στα φύλλα ανάμεσα, ένα ψεγάδι. 
Μα αυτή είναι η ζωή μου και έτσι θα συνεχίσει. 
Ποτέ δεν θα μπορέσει να μ’ αντικρύσει. 
Εκείνη πάντα θα κοιτά τον ήλιο.
Μα δεν μπορώ να τον μισήσω. 
Μ’ αυτόν αρχίζει η ζωή της.
Όμως πάντα θα παραμεινω τ’ αγκάθι 
που θα προσέχει το ρόδο.
Ντελικάτο και εύθραυστο.
Και εκείνη ας μην το ξέρει.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2018

Προσευχή



           
 






Ο ήλιος χάνει για άλλη μια φορά την παρτίδα. Ρίχνει στα κλεφτά την τελευταία ματιά. Και το σκοτάδι παίρνει τον έλεγχο. Το άσπρο και το μαύρο γίνονται γκρι και τότε εσύ θυμάσαι την προσευχή. 
Η αυγή δεν έχει έρθει ακόμα και το σκοτάδι συνεχίζει να πέφτει πηκτό. Και μιας που το φως της καινούριας μέρας αργεί ακόμα να ξεχυθεί άπλετο σκορπίζοντας μακριά τα πνεύματα, την ώρα εκείνη που η νύχτα είναι πιο σκοτεινή, την προσευχή σου θυμάσαι ξανά να πεις. 
Στο καθάριο φως της ημέρας όλα είναι πάντα όμορφα. Γιατί όσο διαφεντεύει αυτό, δεν υπάρχει σκοτάδι, φοβία, καημός. Και έτσι ξεχνάς τι είναι σημαντικό. Τότε που όλα είναι διάφανα και λουσμένα στο φως, υπάρχει ελπίδα, γαλήνη, γέλιο, ρυθμός. Κοιτάς τα λουλούδια, βλέπεις τα δέντρα μα ξεχνάς ποιος είναι ο δημιουργός. Όμως όταν το χρώμα σβήσει ξανά και γοργά ο ήλιος χαθεί, γκρίζο και μαύρο πέφτει μετά, και να προσευχηθείς θυμάσαι ξανά. 
    

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28, 2018

Βροχή


                           https://youtu.be/egLiKCVTIwo


Κοίτα! Βροχή!
Όμορφη,λυτρωτική μετά τη σκόνη και το λιοπύρι του καλοκαιριού.
Στους  δρόμους κυλά και στα στενά σοκάκια τρέχει,
δίχως κανείς να μπορεί να τη σταματίσει.

Άκου! Βροχή!
Σαν οπλές αχαλίνωτων αλόγων έτσι όπως πέφτει με κρότο πάνω στις στέγες των σπιτιων.

Δευτέρα, Ιουνίου 25, 2018

Ο αρλεκίνος







Η σκηνή έχει στηθεί, 
το φως του προβολέα έχει ανάψει.
Φωτίζει το λευκό πρόσωπό του.
Σαν ηθοποιός σε τραγωδία, μόνος,
έτοιμος να ερμηνεύσει μονολόγους.
Σε αίθουσα κενή.
Για μια αγάπη χαμένη, για φίλους απόντες.
Άλλη μια φορά ντυμένος το κοστούμι του.
Με το βλέμμα του ψηλά, σταθερό,
παραμένει σιωπηλός.
Στη σκέψη του τα λόγια τ΄ ανείπωτα.
Δοσμένος στη μια και μοναδική του μούσα.
Να παίρνει αξία μέσα από τη θύμησή της.
Λόγια που του ψιθύρισε 
τότε που γυμνώθηκε μπροστά του, 
επιτρέποντας του να την κάνει δικιά του.
Δε γράφει το κείμενο.
Πάντα αυτοσχεδιάζει στη σκηνή. 
Λόγια αγάπης δεν προέκυψαν
ποτέ μέσα από γραμμές.
Θα ερμηνεύσει από καρδιάς.
Το κίνητρο σιωπηλό μέσα του.
Δεν θα βρεις χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Δεν γελάει πια. 
Σπάνια κρύβει το δάκρυ του 
κάτω απ΄ τ’ ασπρόμαυρο μακιγιάζ του.
Για πόσο άλλωστε μπορεί να κρατήσει ένα δάκρυ; 
Για πόσο μπορεί να προσποιηθεί ένα γέλιο; 
Για πόσο να πνίξει τη θέλησή του;
Για κείνον πόνος και έκσταση αντικρυστές μαριονέτες.
Ο έρωτας, όπως και η έμπνευση, μπαίνει φουριόζος.
Σαρωτικός, ώσπου να σε στραγγίσει.
Και ύστερα σε αφήνει κενό, αφού στα έχει πάρει όλα. 
Τα ασάλευτα χείλη του επιτέλους ζωντανεύουν,
το συναίσθημα ξεσπά.
Κάθε νεύρο του συσπάται. 
Ο άνεμος παρασέρνει το μελαγχολικό του τραγούδι.
Τον παρακαλά να το φτάσει ως τ’ αυτιά της.
Και ύστερα σιωπή. Ρίχνει το βλέμμα. 
Ο προβολέας σβήνει.
Η κουρτίνα πέφτει βαριά.
Το υπόλοιπο της ζωής του κουρνιάζει εδώ,
στη σκηνή αυτή.
Έγινε αρλεκίνος.
Και εύχεται ο πόνος του να κοπάσει πια. 



Η φετινή μου συμμετοχή στη δράση Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2018 του λογοτεχνικού ιστότοπου tovivlio.net:
https://tovivlio.net/Καλλιτεχνικό-Ημερολόγιο-2018/

Ανταριασμένες σιωπές





Τις μέρες σε κοιτώ μες τα μάτια
μήπως καταφέρω να μοιραστώ μαζί σου τα μυστικά μου.
 Σιωπηλά. Ούτε ψίθυρος να ακουστεί.
Τις νύχτες κρουστές σκέψεις αγκαλιάζουν σφιχτά το μυαλό μου,
γεμίζουν το κεφάλι μου ασφυκτικά.
Πόσο γλυκός ο ήχος της σιωπής. Μα και πόσο πικρός.
Και πώς να σου πω ότι είμαι εδώ για σένα
χωρίς να είμαι σίγουρη ότι δεν θα στραφείς αλλού για το ίδιο;
Πώς να σου πω πως σε ονειρεύομαι
χωρίς να ξέρω αν εσύ θα έχεις εφιάλτες μ’ αυτό;
Πώς να σου πω πως είμαι δική σου
 χωρίς να ξέρω αν θες να τ’ ακούσεις;
Πώς να σου πω το σ΄ αγαπώ
αν δεν ξέρω ότι έχει νόημα για σένα;





         Η συμμετοχή μου στη δράση "Τίτλος σπουδής" του λογοτεχνικού ιστότοπου tovivlio.net: https://tovivlio.net/Ανταριασμένες-σιωπές-3/