Ρούλα Κόζη

Δευτέρα, Μαρτίου 06, 2017

Το κορίτσι του Καρά Ντερέ (Μέρος Β΄)


        Οι τρεις άντρες προχώρησαν διστακτικά στο εσωτερικό του γραφείου, μιας που γνώριζαν καλά τις απόψεις της νεαρής αστυνομικού για το θέμα του Καρά Ντερέ και των μυστηριωδών εξαφανίσεών του. Η Ελπίδα τους περίμενε όρθια πίσω από το ταλαιπωρημένο από τα χρόνια γραφείο από καρυδιά, με τα χέρια της διπλωμένα μπροστά στο στήθος της. Τους περιεργάστηκε έναν-έναν καθώς έπαιρναν θέση μπροστά της, με κατεβασμένα τα κεφάλια σαν άλλα σχολιαρόπαιδα του δημοτικού που πιάστηκαν να κάνουν αταξία και περίμεναν την επίπληξη από την δασκάλα τους.
«Καλώς τα γενναία παλικάρια!», αναφώνησε με τη χροιά της φωνής της να χρωματίζεται με μπόλικη ειρωνεία που δεν προσπάθησε καθόλου να κρύψει.
«Καλημέρα σας», ακούστηκε ένα μπερδεμένο μουρμουρητό από τα στόματα και των τριών τους.
«Οι συστάσεις είναι περιττές θα έλεγα. Οπότε θα μπούμε κατευθείαν στον θέμα για να μην χάσουμε και άλλο πολύτιμο χρόνο». Προχώρησε προς την πόρτα βιαστικά.
«Έλα μέσα», διέταξε τον υφιστάμενό της. Εκείνος δεν έχασε καθόλου χρόνο. Με την Ελπίδα για ανώτερη, η αργοπορία είναι κάτι που πρέπει να σκεφτείς πολύ καλά αν δεν θες να βρεις τον μπελά σου. «Κάτσε και θα κρατάς τα πρακτικά. Και κοίτα να μην χάσεις ούτε λέξη από αυτά που θα σου που οι κύριοι από δω».
Ο νεαρός αστυνομικός αρκέστηκε στο να κουνήσει δυο φορές καταφατικά το κεφάλι του. Η Ελπίδα γύρισε στο γραφείο της και απευθύνθηκε αμέσως στους τρεις μάρτυρες της χθεσινοβραδινής εξαφάνισης.
«Λοιπόν, ποιος θα μου πει τι συνέβη εχτές το βράδυ;»
Ακολούθησε σιωπή.
«Κανείς;», ρώτησε απλώνοντας τα χέρια της με τις παλάμες προς τα πάνω.
Οι τρεις άντρες κοιτάχτηκαν σαν να συμφωνούσαν για κάτι.
«Εγώ», ακούστηκε δειλά η φωνή του ενός.
«Σ’ ακούω», του απάντησε κοφτά.
«Εχτές το  βράδυ είχαμε βγει οι τρεις μας στη Δράμα. Γύρω στη 01:30 είχαμε επιστρέψει στο χωριό και καθόμασταν στην πλατεία για να πούμε δύο τελευταίες κουβέντες και να το διαλύσουμε. Είχε πολλή ησυχία γύρω, όταν ακούσαμε βήματα, αλλά ήταν σκοτεινά και ακουγόντουσαν από μακριά για να δούμε ποιος ήταν. Όταν τα βήματα ακούγονταν πλέον πολύ κοντά, είδαμε πως ήταν ο Μιχάλης. Μας προσπέρασε χωρίς να μας μιλήσει και αυτό μας έκανε μεγάλη εντύπωση αφού κουβεντιάζαμε, οπότε ήταν αδύνατον να μην μας είχε ακούσει…»
Η Ελπίδα άκουγε προσεκτικά χωρίς να διακόπτει. Προσπαθούσε πάντα να καταλάβει την ψυχολογική κατάσταση του ομιλητή και να βγάζει τα συμπεράσματά της στο τέλος.
«Ο Δημήτρης», συνέχισε δείχνοντας τον νεαρό φίλο του, «που στεκόταν δίπλα μου, του φώναξε. Δεν πήρε απάντηση. Ο Μιχάλης συνέχισε να προχωράει σαν να μην τον είχε ακούσει. Κοιταχτήκαμε παραξενεμένοι. Εεε, Μιχάλη! του είπαμε μαζί. Τίποτα. Να δεις που το κάνει επίτηδες, λέει ο Σώτος».
Η Ελπίδα κοίταξε τον τρίτο της παρέας χωρίς να πει κάτι. Ο νεαρός επιβεβαίωσε με ένα νεύμα τα λεγόμενα του πρώτου.
«Αμέσως τον ακολουθήσαμε θεωρώντας ότι όλο αυτό ήταν ένα αστείο. Κρατήσαμε μια ασφαλή απόσταση από εκείνον για να δούμε μέχρι που σκόπευε να φτάσει την πλάκα. Το βήμα του ήταν αργό και σταθερό. Προσπέρασε το σπίτι σας και κατευθύνθηκε προς την είσοδο του δάσους».
Η Ελπίδα τότε σηκώθηκε από το γραφείο της και τους πλησίασε, αφού η αφήγηση είχε φτάσει στο σημείο που περίμενε τόση ώρα υπομονετικά. Κοίταξε τον νεαρό σταθερά μέσα στα μάτια. Δεν τον διέκοψε, όμως εκείνος σταμάτησε. Σήκωσε τα φρύδια της σαν να ρωτούσε «Και; Γιατί σταμάτησες;», κάνοντας τον να καταλάβει ότι έπρεπε οπωσδήποτε να συνεχίσει.
«Σταμάτησε μπροστά στην είσοδο. Γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω. Η απόστασή μας από εκείνον ήταν μικρή πλέον και έτσι μπορούσαμε να βλέπουμε καθαρά το πρόσωπό του. Κοιτούσε προς το μέρος μας και φανταστήκαμε ότι μας είχε αντιληφθεί, οπότε βγήκαμε πίσω από τα δέντρα όπου ήμασταν κρυμμένοι.  Χαμογελούσε πλατιά και μας κοιτούσε με σταθερό βλέμμα. Του μιλήσαμε ξανά. Δεν πήραμε καμιά απάντηση για ακόμη μια φορά. Γύρισε απότομα προς το δάσος και με κραυγές που σίγουρα άνθρωπος δεν θα μπορούσε να βγάλει, χάθηκε στο σκοτάδι».
«Και μετά;», μίλησε για πρώτη φορά μετά από τόση ώρα που παρέμενε σιωπηλή.
Ο νεαρός κατέβασε το πρόσωπο του που είχε κοκκινίσει με την ερώτησή της και παρέμεινε σιωπηλός.
Η Ελπίδα κρέμασε τους ώμους της από απογοήτευση. 
«Φφφ... Κατάλαβα… το βάλατε στα πόδια… », ξεφύσησε αγανακτισμένη και γύρισε να καθίσει στην πολυκαιρισμένη καρέκλα του γραφείου της. Έτριψε με τα χέρια το πρόσωπό της. 
«Υπογράψτε όσα είπατε και μπορείτε να πηγαίνετε», είπε απλά. 
Υπάκουσαν και οι τρεις και χωρίς να προσθέσουν κάτι βγήκαν από το αστυνομικό τμήμα. Γύρισε προς τον συνάδελφό της. «Τα πιστεύεις και εσύ όλα αυτά;», τον ρώτησε αν και ήταν σχεδόν βέβαιη για την απάντηση που θα έπαιρνε. Ο νεαρός δεν απάντησε. Η Ελπίδα κατάλαβε. «Πες μου σε παρακαλώ, καθώς εκτός από το περιστατικό αυτό και άλλο ένα πριν τρία χρόνια όπου υπήρχε αυτόπτης μάρτυρας και που έδωσε κατάθεση στον συνάδελφο που πήρα την θέση του, δεν υπάρχει άλλο με μάρτυρα, πού μπορώ να βρω πληροφορίες για το θέμα αυτό; Οτιδήποτε τέλος πάντων έχει καταγραφεί! Ακόμα και αν ξεπερνάει τα όρια της λογικής! Υπάρχει κάτι;».
«Υπάρχει», της απάντησε μονολεκτικά.
        Η Ελπίδα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η σκέψη της θα βάδιζε ποτέ σε τέτοια μονοπάτια. Είχε πάντα ως γνώμονά της την λογική. Πίσω από κάθε εξαφάνιση, κρυβόταν πάντα μια λογική εξήγηση. Δεν το διαπραγματευόταν ποτέ αυτό, γι αυτό και πάντα ήταν αποτελεσματική στη δουλειά της. Οδηγούσε αργά στον κακοτράχαλο και σκεπασμένο από χιόνι δρόμο που συνέδεε το Σιδηρόνερο με τη Σκαλωτή. Χρειαζόταν ξεκούραση και ηρεμία για να κάτσει να σκεφτεί αυτό που συνέβη το προηγούμενο βράδυ. Το απόγευμα θα πήγαινε στην παλιά λέσχη αξιωματικών στην οποία πλέον φιλοξενούνταν και μια βιβλιοθήκη. Εκεί θα έβρισκε το υλικό στο οποίο αναφερόταν ο συνάδελφός της.
       Οι ώρες πέρασαν γοργά και η Ελπίδα βρέθηκε στο κατώφλι της ανακαινισμένης, παλιάς λέσχης αξιωματικών. Στον μικρό διάδρομο υποδοχής βρισκόταν ένα εξίσου μικρό γραφείο που εκείνη τη στιγμή ήταν άδειο. Αμέσως όμως άνοιξε μια πόρτα στα δεξιά. Η μικροκαμωμένη νεαρή υπάλληλος που εμφανίστηκε, την καλησπέρισε ευγενικά. Η Ελπίδα χωρίς να χάσει λεπτό, ρώτησε που βρίσκεται η αίθουσα της βιβλιοθήκης. Η νεαρή αφού της έδωσε οδηγίες, της χορήγησε μια κάρτα εισόδου για να μπορέσει να περάσει από τον υπεύθυνο της βιβλιοθήκης. Ανέβηκε τη στριφτή, μαρμάρινη σκάλα, φτάνοντας στον πρώτο όροφο. Στο τέλος του διαδρόμου βρισκόταν η βιβλιοθήκη. Ο υπεύθυνος που την αναγνώρισε, την καλησπέρισε και για τα τυπικά της ζήτησε να του δείξει την κάρτα εισόδου. Η Ελπίδα μαθημένη σε τέτοιες τυπικές διαδικασίες, την έδειξε αμέσως, με τον υπεύθυνο να της τείνει το χέρι να περάσει. 


                                               Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μου την γνώμη σας...