Ρούλα Κόζη

Σάββατο, Ιουλίου 15, 2017

Το κορίτσι του Καρά Ντερέ-Το τέλος(Μέρος Γ)



Η αίθουσα όπου βρισκόταν η βιβλιοθήκη, δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Δεν ήταν όμως και μικρή για ένα χωριό όπως η Σκαλωτή. Ήταν ένας χώρος περιποιημένος, προσεγμένος, με λευκά έπιπλα και πολύ καλό φωτισμό. Τα ράφια βρίσκονταν περιμετρικά στους τρεις από τους τέσσερις τοίχους της αίθουσας και με ύψος που σταματούσε ένα ράφι πριν ακουμπήσουν στο ταβάνι. Στη μέση υπήρχαν δύο σειρές από τέσσερα τραπέζια. Στον τοίχο που δεν καλυπτόταν από ράφια, υπήρχε ένα τεράστιο παράθυρο με θέα στο Καρά Ντερέ και μπροστά του ένας πάγκος με δύο υπολογιστές. Έκατσε στην καρέκλα που βρισκόταν μπροστά στον έναν από αυτούς. Μετακίνησε ελαφρά το ποντίκι για να ενεργοποιηθεί η οθόνη και διπλοκλίκαρε στο εικονίδιο της εφαρμογής. Πληκτρολόγησε τον κωδικό που ήταν γραμμένος με μεγάλα γράμματα στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή και το πρόγραμμα ξεκλειδώθηκε. Πάτησε πάνω στον μεγεθυντικό φακό, πληκτρολόγησε "Καρά Ντερέ" και πάτησε το enter. Σε μερικά δευτερόλεπτα μέσα σε ένα πλαίσιο εμφανίστηκαν όλα εκείνα τα αποτελέσματα που οδηγούσαν σε πληροφορίες γύρω από το Καρά Ντερέ. Ο συνάδελφός της την είχε ενημερώσει λέγοντας της ότι το βιβλίο που αφορούσε στα ιδιαίτερα συμβάντα που είχαν λάβει χώρα στο δάσος του Καρά Ντερέ, θα το αναγνώριζε αμέσως από το χαρακτηριστικό του εξώφυλλο. Σε ένα χαρτάκι σημείωσε τους αριθμούς των ραφιών πάνω στα οποία θα έβρισκε τα βιβλία και από κει και πέρα θα κρατούσε αυτό που την ενδιέφερε. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ. Στην δεύτερη προσπάθειά της βρήκε το βιβλίο που ζητούσε. Ο νεαρός υφιστάμενός της είχε δίκιο. Το εξώφυλλο ήταν κάτι το οποίο δεν είχε ξανασυναντήσει παρόμοιό του ποτέ. Ήταν γκρι μεταλλικό, σκούρο γκρι σχεδόν μαύρο. Και ήταν όλο ανάγλυφο. Στο κέντρο του ξεχώριζε έντονα ένα επίσης ανάγλυφο κοράκι. Το μάτι του είχε κόκκινο χρώμα. Η μορφή του της προκάλεσε ταραχή. Το περιεργάστηκε για λίγη ώρα. Σκάλισε με τα δάχτυλά της το παράξενο εξώφυλλο.  Το βιβλίο φαινόταν πολύ παλιό. Έκατσε σε ένα από τα τραπέζια. Ξεφύσησε και το άνοιξε. Ανασήκωσε τα φρύδια μόλις διάβασε τη φράση που ήταν γραμμένη στην πρώτη σελίδα:

"Μην ξεκινήσεις την ανάγνωση αν δεν έχεις ανοιχτό μυαλό και αδέσμευτο ψυχισμό. 
Μην ξεκινήσεις την ανάγνωση αν πιστεύεις μόνο όσα εξηγούνται με τη λογική..."




Χαμογέλασε με ένα ελαφρύ, ειρωνικό, πλάγιο χαμόγελο. Γύρισε χωρίς να το σκεφτεί στην επόμενη σελίδα. Ήταν καλυμμένη ολόκληρη από ένα ασπρόμαυρο σκίτσο. Στο ξέφωτο ενός δάσους μια νεαρή γυναίκα καθισμένη μπροστά σε ένα πιάνο, πάνω στο οποίο ήταν ένα κοράκι και ένα τριαντάφυλλο. Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα και η Ελπίδα τινάχτηκε σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει. Μόνο που στο όνειρο δεν είχε δει την κοπέλα εκείνη. Όλα τα υπόλοιπα όμως ήταν ίδια: το τοπίο, το πιάνο, το κοράκι, το τριαντάφυλλο... Γύρισε στην επόμενη σελίδα και άρχισε να διαβάζει. Τις επόμενες δυόμιση ώρες τις πέρασε διαβάζοντας προσεκτικά όλα όσα ήταν γραμμένα εκεί μέσα. Το βιβλίο ήταν πράγματι πολύ παλιό και μιλούσε για μια γυναικεία οντότητα η οποία είχε στοιχειώσει πολλά-πολλά χρόνια πριν το δάσος του Καρά Ντερέ. Ο θρύλος που έχει γεννηθεί αναφερόταν σε μια νεαρή γυναίκα η ομορφιά της οποίας μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την ομορφιά των άγριων ρόδων, σαν εκείνα που φύτρωναν στον κήπο της. Το σπίτι της βρισκόταν στο σημείο που ξεκινάει τώρα το Καρά Ντερέ και ο κήπος του ήταν γεμάτος με ολόλευκες αγριοτριανταφυλλιές. Τις αγαπούσε πολύ. Τις φρόντιζε και τις περιποιούνταν συνεχώς και ποτέ δεν έκοψε ούτε ένα μπουμπούκι. Ήταν τα πιο όμορφα ρόδα που είχε δει ποτέ ανθρώπινο μάτι. Έμεινε από μικρή ορφανή και έτσι έμαθε να φροντίζει τον εαυτό της. Εκτός από τα λουλούδια της, λάτρευε επίσης να παίζει πιάνο. Ήταν της μητέρας της. Το μοναδικό πράγμα που είχε απομείνει από εκείνη για να την θυμίζει. Τα απογεύματα καθόταν δίπλα στο παράθυρο και όταν πατούσε με τα λευκά κρινοδάχτυλά της τα πλήκτρα, ο χώρος γέμιζε με γλυκιές μελωδίες. Λέγεται πως κάποτε είχε φτάσει στο χωριό, τότε που όπως έγραφε στο βιβλίο λεγόταν ακόμη Λιμπάν, πριν πάρει την ελληνική ονομασία Σκαλωτή το 1927, ένας νέος ο οποίος την ερωτεύτηκε σφόδρα και βάλθηκε να την κατακτήσει. Τόσο είχε θαμπωθεί με την ομορφιά και το παίξιμό της. Ο καιρός περνούσε και ο νέος μάταια προσπαθούσε να την πείσει, ώσπου τελικά έπεσε σε μελαγχολία. Η κοπέλα βλέποντας τον νέο σε αυτή την κατάσταση, τον λυπήθηκε και τελικά πίστεψε στα λόγια του και ενέδωσε στον έρωτά του. Στην τρίτη τους συνάντηση, βαθιά μέσα στο δάσος του Καρά Ντερέ, δίπλα στο ποτάμι με τα κρυστάλλινα νερά που κατέβαιναν ορμητικά από το χιονισμένο βουνό, τρελαμένος πλέον από την τόση ομορφιά της, έβγαλε το μαχαίρι που είχε πάντα ζωσμένο πάνω του και το κάρφωσε στο κέντρο της καρδιά της. Τα τελευταία λόγια του πριν την φριχτή πράξη ήταν πως τέτοια ομορφιά είναι τόσο απόκοσμη, που μόνο ένα δαιμονικό πλάσμα θα μπορούσε να την έχει. Τράβηξε αργά το μαχαίρι και το αίμα που ανάβλυσε από την πληγή μούσκεψε το φόρεμά της. Από τον στέρνο του έβγαλε ένα λευκό άγριο τριαντάφυλλο. Το είχε κόψει κρυφά από τον κήπο της και του είχε αφαιρέσει όλα τα αγκάθια. Το ακούμπησε πάνω στο στήθος της και από πάνω τα χέρια της. Την πήρε στην αγκαλιά του και την άφησε να γλιστρήσει στο ποτάμι. Την στιγμή εκείνη πάνω από τους δύο νέους πέταξε ένα κοράκι με κατακόκκινα μάτια. Έκανε τρεις κύκλους κρώζοντας με την χαρακτηριστική φωνή του και πέταξε μακριά.
Το πρωί της επόμενης ημέρας οι κάτοικοι του χωριού έγιναν μάρτυρες ενός παράξενου σκηνικού: τα αγριοτριαντάφυλλα στην κήπο της κοπέλας άλλα ήταν μαραμένα και άλλα κατάξερα και ριγμένα στο έδαφος. Ήταν πράγματι παράξενο κάτι τέτοιο μιας που ήταν κατακαλόκαιρο. Το πιο αδιανόητο όμως ήταν ότι από κάτασπρα που ήταν, τώρα είχαν πάρει το χρώμα της σκουριάς και κάποια άλλα πιο κόκκινα, βαθυκόκκινα, τόσο που θύμιζαν…αίμα! Ναι! Κατακόκκινα σαν το αίμα. Άλλα με πιτσιλιές που ξεχύνονταν από τα εσώτερα των πετάλων τους και άλλα ολόκληρα ντυμένα την αιμάτινη σάρκα τους. Ένα ήταν βέβαιο: όλο αυτό ήταν ένας πολύ κακός οιωνός. Η κοπέλα δεν βρέθηκε ποτέ. Όλοι πίστεψαν πως ακόμα και η φύση ζήλεψε την ομορφιά της και την εκδικήθηκε. Ο νέος εξαφανίστηκε επίσης. Κανείς όμως δεν σύνδεσε τα δύο γεγονότα, μιας που κανείς δεν ήξερε για την επαφή των δύο νέων. Από τότε το δάσος στοιχειώθηκε από την αδικοχαμένη ψυχή της. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν αναφέρει πως την έβλεπαν να περιφέρεται στην όχθες που ποταμού κρατώντας στα χέρια της ένα ματωμένο τριαντάφυλλο ή  άλλοτε το βράδυ της παραμονής του θανάτου της να ακούν τον ήχο από τρεχούμενο νερό μέσα από τον κήπο της, σαν να τον πότιζε κάποιος. Κάθε τρεις δεκαετίες την νύχτα της παραμονής της επετείου του θανάτου της ο κήπος με τις αγριοτριανταφυλλιές ζωντανεύει. Την επόμενη ημέρα είναι ολάνθιστος με κατακόκκινα τριαντάφυλλα που ως το βράδυ έχουν ξανά μαραθεί.
          Η Ελπίδα διάβαζε προσεκτικά αράδα την αράδα και προσπαθούσε να εκλογικεύσει όλα όσα ήταν γραμμένα μέσα σε εκείνο το παράξενο βιβλίο. Το σπίτι στο οποίο ζούσε ήταν το ίδιο στο οποίο αναφερόταν το βιβλίο. Το κατάλαβε από την δοσμένη με ακρίβεια τοποθεσία αλλά και από την περιγραφή του. Συνέχισε την ανάγνωση. Στις επόμενες σελίδες ήταν καταγεγραμμένα τα περιστατικά που είχαν συμβεί όλα αυτά τα χρόνια με τα περισσότερα στοιχεία κοινά μεταξύ των περιπτώσεων. Πάντα ένας νέος άνδρας, τριάντα ετών αργά το βράδυ να κατευθύνεται σαν υπνωτισμένος προς το δάσος του Καρά Ντερέ. Να στέκεται για λίγο μπροστά στην είσοδο και κατόπιν να τρέχει αλαφιασμένος και να χάνεται μέσα στο δάσος φωνάζοντας ακατανόητα λόγια. Η ώρα είχε περάσει. Η βιβλιοθήκη σε λίγα λεπτά θα έκλεινε. Μπήκε στον πειρασμό να δανειστεί το βιβλίο, παρότι όλα όσα διάβαζε έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με όσα πίστευε. Ο υπεύθυνος αφού την κοίταξε λιγάκι δύσπιστα, σημείωσε τα στοιχεία και της το παρέδωσε.
            Με το βιβλίο κάτω από την μασχάλη και με τον γιακά του παλτού της σηκωμένο για να προστατευτεί από το τσουχτερό, δεκεμβριανό κρύο, ανηφόρησε προς το σπίτι της. Έσπρωξε την αυλόπορτα που η φθορά του χρόνου την έκανε να τρίζει και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του σπιτιού της. Την ώρα που έβαζε το κλειδί στην κλειδωνιά γύρισε και κοίταξε τον ρημαγμένο κήπο. Για μια στιγμή της φάνηκε πως τα ρόδα ήταν ανθισμένα. «Ανοησίες…», σκέφτηκε και πέρασε το κατώφλι. Άφησε το βιβλίο πάνω στο τραπέζι, έβγαλε το παλτό και τις μπότες της και άναψε την σόμπα για να σπάσει την παγωνιά του σπιτιού. Σε ένα κατσαρολάκι ζέστανε λίγο από το μεσημεριανό φαγητό που είχε απομείνει, έφαγε και πήγε αμέσως να ξαπλώσει.
            Στο μυαλό της γυρνούσαν όλα όσα είχαν γίνει μέσα στην ημέρα και όλα όσα είχε διαβάσει στο παλιό, παράξενο βιβλίο. Έκανε μια προσπάθεια να απελευθερώσει το μυαλό της, να σταματήσει να ερμηνεύει τον κόσμο μόνο με τη λογική, να πάψει να πιστεύει μόνο όσα μπορεί να δει με τα μάτια και να αρχίσει να αισθάνεται. Το έλεγε και στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. Της θύμισε αυτά που της έλεγε κάποτε η γιαγιά της. Η συμβουλή της.
«Ο κόσμος δεν είναι μόνο όσα βλέπουμε. Αυτά που δεν βλέπουμε είναι πολλά περισσότερα από αυτά που μπορούμε να δούμε». Έτσι συνήθιζε να της λέει. Και κάθε φορά της διηγούταν και από μια ιστορία που είχε συμβεί, έλεγε, πολύ παλιά και κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει. «Τα στοιχειά», έλεγε. Και παρελαύναν μέσα από τις ιστορίες της λογιών και λογιών από δαύτα. Αλλά τα αγαπημένα της ήταν οι νεράιδες. Ζούσαν έλεγε στα δάση και στα χωράφια και μάγευαν του χωρικούς, τους τρέλαιναν το καταμεσήμερο που δούλευαν στα χωράφια τους. Ή τους παίδευαν αργά την νύχτα στον ύπνο τους όταν τύχαινε να αποκοιμηθούν αποκαμωμένοι στα χωράφια. Άλλες πάλι ζούσαν κοντά στο νερό, σε λίμνες, ποτάμια και πηγές. Άλλες ήταν καλές και άλλες κακές και εκδικητικές. Και όλες είχαν μια ιστορία που βασάνιζε την ψυχή τους αιώνια και δεν τις άφηνε να ησυχάσουν. Και έτσι και εκείνες έπαιρναν εκδίκηση. Κάπως έτσι εξηγούσαν τους παράξενους πνιγμούς. Εκείνη που χρησιμοποιούσε πολύ συχνά η γιαγιά της ήταν η νεράιδα του μεσημεριού. Τα καλοκαίρια που η Ελπίδα, μικρή τότε, τα περνούσε στο χωριό με την γιαγιά της, κάποια μεσημέρια που όλο το χωριό απολάμβανε την μεσημεριανή σιέστα και ξεκουράζονταν από τον μόχθο όλης της μέρας, εκείνη αρνιόταν πεισματικά να ξαπλώσει και προτιμούσε να παίζει με τις κούκλες της, φτιάχνοντας ένα σωρό φανταστικούς διαλόγους. Τότε η γιαγιά της για να την πείσει της έλεγε πως θα περάσει η νεράιδα του μεσημεριού και πως όποιο παιδάκι δει να μιλάει, θα του κλέψει τη φωνή. Και η μικρή τότε επιτέλους πειθόταν και ηρεμούσε. Μα πού τα θυμήθηκε όλα αυτά βραδιάτικα; Άνθρωποι του χωριού, αγαθοί, σκεφτόταν. Ήταν πολύ κουρασμένη για να συνεχίσει τις σκέψεις της. Τα βλέφαρά της τα ένοιωθε από ώρα βαριά και έτσι σε ελάχιστα δευτερόλεπτα αποκοιμήθηκε.
          Τη νύχτα ξύπνησε πεθαίνοντας από τη δίψα. Μέσα στο καταχείμωνο το σώμα της ζητούσε παγωμένο νερό.  Σηκώθηκε βαριεστημένα και κατέβηκε τις σκάλες. Περνώντας από τον μικρό διάδρομο που οδηγούσε στη κουζίνα, προσπέρασε τον παλιό, θαμπό καθρέφτη που ήταν καρφωμένος στον τοίχο. Τον είχε βρει και αυτόν μαζί με άλλα παλιά αντικείμενα του σπιτιού. Προσπερνώντας τον, με την άκρη του ματιού της παρατήρησε κάτι παράξενο στο είδωλό της. Γύρισε αργά προς τα πίσω και σήκωσε το βλέμμα προς το θαμπό γυαλί. Και τότε είδε το πρόσωπο που καθρεφτιζόταν. Δεν ήταν η ίδια. Ταράχτηκε. Η μορφή που καθρεφτιζόταν ήταν μια νεαρή κοπέλα με λευκό, χλωμό πρόσωπο και χλωμά χείλη, μαύρα, μακριά και ίσα μαλλιά, με ελαφρώς γερμένο προς τα κάτω το πρόσωπο και μάτια κλειστά. Φορούσε μια σκούρα, βελούδινη κάπα και το κεφάλι της ήταν καλυμμένο με την κουκούλα της. Με αργές κινήσεις τράβηξε τα κορδόνια και έλυσε την κάπα, αποκαλύπτοντας ένα λευκό φόρεμα βουτηγμένο σχεδόν ολόκληρο στο αίμα. Σήκωσε το κεφάλι της απότομα και άνοιξε τα μάτια κοιτώντας την Ελπίδα κατάματα. Αυτό που αντίκρυσε ήταν φρικιαστικό. Δεν είχαν ίριδα. Ήταν σχεδόν διάφανα. Η Ελπίδα με ένα βήμα κόλλησε στον τοίχο πίσω της. Κάτι πάτησε. Στο αχνό φως που ερχόταν από την κουζίνα, στο πάτωμα κάτω από το γυμνό της πόδι, διέκρινε κάτι σαν λουλούδι. Ήταν ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ξερό και θρυμματισμένο. Έβγαλε ένα ουρλιαχτό και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Κλείδωσε την πόρτα και κουλουριάστηκε στο κρεβάτι της. Δεν έκλεισε μάτι ώσπου να ξημερώσει, προσπαθώντας ταυτόχρονα να πείσει τον εαυτό της ότι όλο αυτό ήταν απλά παιχνίδια του υποσυνειδήτου της εξαιτίας του βιβλίου που είχε διαβάσει τις προηγούμενες ώρες.
            Την επόμενη ημέρα δεν πήγε στο γραφείο. Πήρε μονοήμερη άδεια και έκατσε στο σπίτι προσπαθώντας να βάλει σε τάξη όλα αυτά που είχαν συμβεί και να ξεχωρίσει το αληθινό από το φανταστικό. Τηλεφώνησε στον Αλέξανδρο και του ζήτησε να περάσει από το σπίτι της. Αποφάσισε να του πει όλα όσα συνέβησαν το προηγούμενο βράδυ, για το όνειρο που είχε δει τότε αλλά και να διαβάσουν τη συνέχεια του βιβλίου. Ο Αλέξανδρος δέχτηκε ανόρεχτα αυτό το τελευταίο, καθώς η Ελπίδα δεν του έδωσε περιθώρια για άλλη επιλογή.
«Δηλαδή θέλεις να μου πεις ότι έχεις αρχίσει να πιστεύεις όλα όσα σου λέγαμε όλο αυτό το διάστημα;», την ρώτησε ο Αλέξανδρος μόλις εκείνη του διηγήθηκε όλα όσα έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα.
«Όχι, Αλέξανδρε. Δεν πιστεύω τίποτε. Απλά σου είπα τι μου συνέβη», του απάντησε πειραγμένη εκείνη.
«Και τότε γιατί δανείστηκες το βιβλίο;»
«Είχα απλά την περιέργεια να δω πως εξηγείτε εσείς την κατάσταση αυτή».
«Κοίτα, Ελπίδα, όπως μου είπες και εσύ, μέσα στο βιβλίο υπάρχουν πολλές περιπτώσεις με πολλές λεπτομέρειες που…»
«Που κάνουν το βιβλίο αυτό ένα ευφάνταστο μυθιστόρημα», τον διέκοψε η Ελπίδα. «Και μιας που το έφερε η κουβέντα, ποιος το έχει γράψει αυτό;».
Ο Αλέξανδρος ανασήκωσε τους ώμους. Η Ελπίδα το πήρε στα χέρια της. Κοίταξε στις πρώτες σελίδες, τίποτα. Κοίταξε και στις τελευταίες, αλλά πάλι δεν βρήκε κάποια πληροφορία. Ρώτησε τον Αλέξανδρο πώς βρέθηκε το βιβλίο και πότε. Για το πότε βρέθηκε κανείς δεν γνωρίζει. Όμως όπως του είχε πει η γιαγιά του, το βιβλίο αυτό ανήκε σε μια οικογένεια από τις παλαιότερες του χωριού. Πήγαινε από γενιά σε γενιά. Η οικογένεια αυτή, οι τελευταίοι απόγονοί της δηλαδή, εγκατέλειψαν το χωριό πριν από περίπου ενενήντα χρόνια. Μια ακόμα παράξενη ιστορία συνοδεύει το βιβλίο το οποίο βρέθηκε μέσα στο σπίτι εκείνο. Η γιαγιά του τότε ήταν μόλις δώδεκα ετών αλλά θυμάται ακόμα το περιστατικό που συνέβη λίγα χρόνια μετά την εγκατάλειψη του σπιτιού. Ένα βράδυ που φυσούσε μανιασμένα, μια κολώνα της ΔΕΗ κατέρρευσε με αποτέλεσμα να πιάσει φωτιά το σπίτι και να καταστραφεί ολοσχερώς. Οι πυροσβέστες που κατάφεραν να σβήσουν την φωτιά, το μόνο που μπόρεσαν να σώσουν και μάλιστα ακέραιο ήταν αυτό το βιβλίο.
Η Ελπίδα άκουγε προσεκτικά αυτά που της εξιστορούσε ο Αλέξανδρος. Προσπαθούσε να καταλάβει αν όλα αυτά που της έλεγε συνέβησαν πραγματικά ή αν απλά ήταν γεγονότα που ναι μεν συνέβησαν, αλλά κάπως διαφορετικά, μα με την πάροδο του χρόνου, τις πολλές διηγήσεις από στόμα σε στόμα και την έμφυτη τάση του ανθρώπου να δίνει μια πιο παραφυσική εξήγηση στα πράγματα, προστέθηκαν όλα αυτά τα παράλογα. Ή μήπως πάλι η γριά γιαγιά του τα είχε χαμένα και έπλαθε ιστορίες από το μυαλό της; Τον ρώτησε αν του είχε πει τον λόγο που η οικογένεια εκείνη εγκατέλειψε τότε το χωριό και γενικότερα αν ξέρει πληροφορίες γύρω από αυτή την οικογένεια. Ο Αλέξανδρος της είπε μόνο ότι η οικογένεια εκείνη είχε τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι που ήταν και το μικρότερο. Τα δυο αγόρια χάθηκαν με τον ίδιο τρόπο όπως τόσοι νέοι μόλις συμπλήρωναν το τριακοστό έτος της ηλικίας τους. Με δυο χρόνια διαφορά ο ένας από τον άλλο. Η Ελπίδα ανασηκώθηκε στη θέση της. Έμοιαζε σκεπτική. Και όχι τόσο γι’ αυτά που άκουγε, αλλά περισσότερο γιατί ο συνομιλητής της αναφερόταν σε αυτά με τόση σοβαρότητα και έμοιαζε να τα πιστεύει τόσο που κανείς δεν θα μπορούσε να του αλλάξει γνώμη.
« Μέσα στο βιβλίο γράφει πως όλοι οι νέοι που εξαφανίζονταν ήταν τριάντα ετών καθώς την ίδια ηλικία είχε και εκείνος που υποτίθεται ότι σκότωσε την κοπέλα». 
«Δεν υπάρχει υποτίθεται, Ελπίδα. Την σκότωσε», τη διόρθωσε ο Αλέξανδρος. 
Η Ελπίδα έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας.
«Και δεν εξαφανίζονται όλοι οι νέοι στα τριάντα ανεξαιρέτως», συμπλήρωσε. Η Ελπίδα τον κοίταξε απορημένα.
«Δηλαδή;»
«Μόνο εκείνοι που υποφέρουν από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Δεν έχεις προσέξει πως όποιος είναι πάνω από τριάντα είναι παντρεμένος; Οι νέοι του χωριού μας φεύγουν από εδώ πριν κλείσουν τα τριάντα τους χρόνια και όσοι μένουν, παντρεύονται».
Η Ελπίδα ήταν έτοιμη να βάλει τα γέλια. Μόνο που ο Αλέξανδρος το αντιλήφθηκε και σοβάρεψε ακόμα πιο πολύ με αποτέλεσμα εκείνη να το ξανασκεφτεί.
« Ελπίδα, πρέπει να γυρίσω στη δουλειά. Ξέρω πως όλα αυτά που σου είπα καθώς και όλα όσα διάβασες μέσα στο βιβλίο σου φαίνονται παράλογα. Θα σου πρότεινα να σταματήσεις να ψάχνεις τι συνέβη, γιατί δεν θα βρεις ποτέ λύση», της είπε προχωρώντας προς την πόρτα. Περνώντας το κατώφλι της, γύρισε και την κοίταξε για τελευταία φορά.
«Να θυμάσαι πως σε λίγες μέρες είναι η ε-πέ-τει-ος». Την τελευταία λέξη την πρόφερε συλλαβή τη συλλαβή και έκλεισε την πόρτα.
Η Ελπίδα δεν ήξερε αν έπρεπε να συμφωνήσει και να τα παρατήσει ή να συνεχίσει ώσπου να βρει τη λύση και να δώσει μια λογική εξήγηση για τις εξαφανίσεις που όπως κατάλαβε είχαν ξεκινήσει κάτι παραπάνω από έναν αιώνα πριν. Πρώτη φορά στη ζωή της που ήταν τόσο μπερδεμένη. Πρώτη φορά που μια σειρά από εξαφανίσεις παίρνει έναν δρόμο παράλληλο της λογικής. Και όπως είναι γνωστό, δύο παράλληλοι δεν ενώνονται ποτέ. Πήρε το βιβλίο στα χέρια της και ξεφύσησε μπαϊλντισμένη. Το ξεφύλλισε. Όπως περνούσε τις σελίδες και έφτανε στο τέλος παρατήρησε κάτι. Μια μικρή λεπτομέρεια που δεν είχε προσέξει όταν έψαχναν με τον Αλέξανδρο να βρουν ποιος θα μπορούσε να είχε γράψει αυτό το βιβλίο: η τελευταία σελίδα έλλειπε. Ήταν κομμένη. Έσμιξε τα φρύδια. Πού να ήταν άραγε η κομμένη σελίδα; Είχε κοπεί τυχαία, ή κάποιος την είχε κόψει σκόπιμα; Η Ελπίδα ως τώρα δεν είχε πιστέψει στο τυχαίο. Για όλα πάντα υπήρχε ένας λόγος. Ακόμα και αν με όλα αυτά που είχαν συμβεί το τελευταίο διάστημα η αξιοπιστία στην λογική της είχε ελαφρώς ταραχθεί, για την χαμένη σελίδα ήταν βέβαιη πως δεν είχε κοπεί τυχαία, καθώς ήταν κομμένη σχεδόν σύριζα από το υπόλοιπο βιβλίο και μόνο με μια πιο προσεκτική ματιά θα μπορούσε κάποιος να το διακρίνει. Κάποιος λοιπόν την απέσπασε σκόπιμα, είτε για να κρύψει κάτι, είτε για να οδηγήσει κάποιον στο να ψάξει γι’ αυτή τη σελίδα. Πώς όμως θα μπορούσε να ψάξει και πού; Στοιχεία δεν είχε. Χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά της πάνω στην εσωτερική πλευρά του οπισθόφυλλου. Δεν χρειάστηκαν πολλά χτυπήματα ώσπου να ανακαλύψει ακόμα ένα μυστικό που έκρυβε το βιβλίο και ήθελε και αυτό λίγη περισσότερη παρατηρητικότητα για να έρθει στο φως. Ψαχουλεύοντας ένιωσε κάτι ανάγλυφο. Σαν κάτι να ήταν χαραγμένο. Έπιασε πιο γερά το βιβλίο και το έστρεψε ψηλά προς το φως της ημέρας. Το μαύρο χρώμα της εσωτερικής πλευράς του οπισθόφυλλου δεν την βοηθούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν χαραγμένο πάνω του. Έκανε πολλές προσπάθειες και έστρεφε το βιβλίο σε διάφορες κατευθύνσεις και κλίσεις, αλλά μάταια. Ήταν βέβαιη πως εκεί ήταν χαραγμένο κάτι που θα της χρησίμευε πολύ. Για καλή της τύχη οι χαρακιές πάνω στο οπισθόφυλλο ήταν αρκετά έντονες. Πήρε από το συρτάρι του γραφείου της μια λευκή κιμωλία και άρχισε να την τρίβει κατά μήκος της μαύρης επιφάνειας. Η σκόνη της κιμωλίας κάλυψε όλο το οπισθόφυλλο εκτός από τα χαραγμένα σημεία και αυτά που ήταν γραμμένα σχεδόν αποκαλύφθηκαν. Η Ελπίδα έφερε κοντά της το βιβλίο και προσπαθούσε να διαβάσει ένα-ένα τα γράμματα.

«Όταν το δεις, πήγαινε και ψάξε στο σπίτι της γιαγιάς σου στο Ρέθυμνο».


Η Ελπίδα τα είχε χαμένα. Η γιαγιά της, η μητέρα της μητέρας της καταγόταν από το Ρέθυμνο. Αυτό ήξερε δηλαδή. Εκεί περνούσε όλα τα καλοκαίρια της. Μήπως όλο αυτό ήταν μια σύμπτωση; Και αν δεν ήταν; Δεν το σκέφτηκε σχεδόν καθόλου. Η υπόθεση αυτή της είχε κινήσει πάρα πολύ την περιέργεια. Θα έλεγε κανείς πως το ενδιαφέρον της δεν ήταν πλέον λόγο της αστυνομικής της ιδιότητας, αλλά ήθελε πολύ να δει που θα βγει όλο αυτό. Κάτι καινούριο ανοιγόταν μπροστά της. Δεν ήταν συνηθισμένη να βαδίζει σε τέτοια μονοπάτια, μα ήθελε πολύ να δει που θα κατέληγε αυτός ο δρόμος.
Η κακοκαιρία που έπληττε την χώρα και κυρίως την βόρεια Ελλάδα είχε σαν αποτέλεσμα την ακύρωση αρκετών εναέριων δρομολογίων και έτσι δεν έμενε παρά να περιμένει την λήξη των απαγορευτικών. Μια εβδομάδα μετά, μεσημέρι πια, έχοντας αλλάξει δυο αεροπλάνα και παίρνοντας το ΚΤΕΛ από το αεροδρόμιο των Χανιών για το Ρέθυμνο βρίσκεται επιτέλους στην παλιά πόλη και στο εγκαταλελειμμένο από χρόνια σπίτι της γιαγιάς της. Το κλειδί του σπιτιού το είχε πάντα μαζί με τα δικά της, σαν ενθύμιο. Η εγκατάλειψη ήταν εμφανέστατη όχι μόνο στο εξωτερικό μα και στο εσωτερικό του σπιτιού. Μπορεί να είχαν αρκετά χρόνια να πατήσουν στο σπίτι όμως το ηλεκτρικό είχαν πολύ σωστά σκεφτεί να μην το κόψουν. Βέβαια ήταν ακόμη μέρα και το φως του ήλιου πλούσιο όπως πάντα πάνω από την μεγαλόνησο έλουζε απ’ άκρη σ’ άκρη το σπίτι. Ένα παλιό ξύλινο μπαούλο, μια ντιβανοκασέλα, ένα ντιβάνι με τις σούστες του πεταγμένες έξω και ένα πολυκαιρισμένο ξύλινο τραπέζι που το ένα του πόδι ήταν σπασμένο και στραβοπατούσε με μια τετράδα ξύλινες καρέκλες που η ψάθα τους είχε ξεφτίσει εντελώς ήταν τα μοναδικά έπιπλα που αποτελούσαν την διακόσμηση του κεντρικού δωματίου. Η κουζίνα ένα τόσο δα δωματιάκι με παλιά ξηλωμένα συρτάρια και ένα τεράστιο τζάκι στην γωνία ήταν το δεύτερο και μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού. Η τουαλέτα βρισκόταν κάτω. Έπρεπε να βγεις στην αυλή να κατέβεις 12 σκαλοπάτια  όπου έμπαινες σε ένα δωμάτιο που χωριζόταν σε δυο μικρότερα. Χάζεψε για λίγο τον χώρο γύρω της. Πολλές αναμνήσεις από τα καλοκαίρια της εδώ ήρθαν στο νου της. Και η γιαγιά της. Ποιο μυστικό να έκρυβε τελικά; Θυμήθηκε τον λόγο για τον οποίο κατέβηκε ως εδώ. Ξεκίνησε να ψάχνει μέσα στο σπίτι, σε κάθε γωνιά. Άνοιξε συρτάρια, σκάλισε ντουλάπια. Τίποτα. Άνοιξε τη  ντιβανοκασέλα. Άδεια. Σειρά είχε το ξύλινο μπαούλο. Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της: «Τα μπαούλα κρύβουν πράγματα που δεν φαντάζεσαι ότι θα βρεις μέσα τους». Τότε ήταν μικρή και δεν καταλάβαινε γιατί της το έλεγε. Τώρα όμως η φράση αυτή έχει πλήρες νόημα. Άνοιξε το μπαούλο. Από μέσα του ακόμα και μετά από τόσα χρόνια αναδύθηκε η μυρωδιά της ναφθαλίνης. Ήταν γεμάτο ως απάνω με μάλλινες κουβέρτες, βελέντζες και ένα σάλι της γιαγιάς της. Άρχισε να τα βγάζει ένα-ένα. Έβγαζε και έβγαζε. Μα πόσα είχε μέσα; Σαν να μην έχει πάτο αυτό το μπαούλο, σκέφτηκε. Τελικά φτάνοντας στον πάτο του βρήκε ένα παλιό σημειωματάριο. Το πήρε στα χέρια της. Το ξεφύλλισε. Έμοιαζε με ημερολόγιο. Είχε αρκετές σελίδες. Άρχισε να διαβάζει και κατάλαβε πως ήταν της γιαγιάς της. Η αφήγηση ξεκινούσε πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν η γιαγιά της ήταν περίπου 17 ετών. Μέσα από της σελίδες του έμαθε για την πραγματική καταγωγή της γιαγιάς της, που ήταν ένα μικρό χωριουδάκι της βόρειας Ελλάδας… η Σκαλωτή Δράμας! Μιλούσε για την ζωή εκεί ώσπου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό τους όταν χάθηκαν και τα δύο αγόρια της οικογένειας με διαφορά δύο χρόνια ο ένας από τον άλλον. Όσα διάβαζε της φαινόντουσαν απίστευτα. Όλα όσα ήταν γραμμένα στο σημειωματάριο ταίριαζαν απόλυτα με αυτά που ήταν γραμμένα στο βιβλίο που είχε βρει στην βιβλιοθήκη. Συνέχισε την ανάγνωση και βρέθηκε μπροστά σε νέες αποκαλύψεις, στοιχεία που δεν υπήρχαν εκεί. Μερικοί στίχοι είναι γραμμένοι. Σαν να περιγράφουν κάτι που θα συμβεί. Θυμήθηκε την κουβέντα του φίλου της του Αλέξανδρου για την επέτειο που πλησιάζει σε λίγες ημέρες. Φέτος συμπληρώνονται εκατόν είκοσι χρόνια από την ημέρα του θανάτου της σύμφωνα με το σημειωματάριο της γιαγιάς.

  «Όταν ο άνεμος θα πάψει

και η βροχή θα κοπάσει

όταν ο ουρανός θα λάμψει

την μέρα εκείνη

πριν η τελευταία αχτίδα φωτός σβήσει

οι επιθυμίες μου θα γίνουν

και η ψυχή και η καρδιά μου

θα βρουν γαλήνη.

Στη λήθη ποτέ δεν θα βρεθώ

πάντα θα ζω και θα περνώ.

Σε σώμα νέο θα μπω

στο δάσος αυτό

για πάντα θα κατοικώ.

Τους λαβωμένους από έρωτα θα καλώ

φτερά θα τους δίνω να πετούν

από χέρι αγάπης να μη χαθούν.

Η κόρη εκείνη

που πάνω στη μέρα αυτή

αντίκρυσε πρώτη φορά τον κόσμο

συνέχειά μου θα γίνει

στις πλάτες της το βάρος

της ανεκπλήρωτης αγάπης θα καταλαγιάζει.

Αίμα απ’ το αίμα

απ’ τ’ ασκέρι εκείνο που ξεκληρίστηκε,

που ξεριζώθηκε κυνηγημένο απ’ την κατάρα και το θανατικό.

Πάνω στην τρίτη δεκαετία της ζωής της

το τυχερό της θα φταστεί».





Η επόμενη και τελευταία φορά που η γιαγιά της έγραψε πάνω στο σημειωματάριο, ήταν την ημέρα της γέννησης της Ελπίδας.


«Η μέρα ήρθε. Η γέννησή σου χαρά έπρεπε να μου φέρει. Όμως εγώ από τώρα πενθώ για την μοίρα σου που έχει γραφτεί….»

Η Ελπίδα στεκόταν αποσβολωμένη από αυτά που είχε μόλις διαβάσει. Ημερομηνία που να επιβεβαιώνει την ημέρα εκείνη δεν υπήρχε πουθενά γραμμένη, ούτε στο σημειωματάριο ούτε στο βιβλίο. Τον Αλέξανδρο δεν τον ρώτησε ποτέ για την ημερομηνία, καθώς μέχρι τώρα όλα αυτά της φαινόντουσαν ανόητα. Από τώρα όλα αλλάζουν. Είναι σίγουρη πως η επέτειος είναι πάνω στη μέρα των γενεθλίων της, τα οποία είναι σε μόλις δύο ημέρες. Είναι βέβαιη πως οι στίχοι μιλούν για την ίδια. Πλέον όλα δένουν μεταξύ τους. Η μετάθεση, το σπίτι, το όνειρο, αυτά που βίωσε στο σπίτι εκείνη τη νύχτα, τα λόγια της γιαγιάς της και όσα της έλεγε χρόνια τώρα και της φαίνονταν ακαταλαβίστικα, παράλογα. Δεν μπορούσε να το διαχειριστεί όλο αυτό. Δεν ήξερε τι να κάνει. Θα γυρνούσε πίσω στο σπίτι της. Τι θα έκανε όμως; Τι έπρεπε να περιμένει; Μήπως παραλογιζόταν; Άρχισε να αμφισβητεί τον εαυτό της. Πού πήγε η Ελπίδα που σκεφτόταν πάντα λογικά; Το τελευταίο διάστημα έχει μπει σε ένα δρόμο που όσο πιο πολύ προσχωρούσε πάνω του, τόσο πιο σκοτεινός και περίπλοκος γινόταν.
Η επόμενη μέρα την βρήκε από νωρίς στο γραφείο της. Από το μυαλό της δεν έφευγε στιγμή η σκέψη ότι αύριο είναι τα γενέθλιά της, μια μέρα που ποτέ ως τώρα δεν μετρούσε περισσότερο από όσο μετρούσε η ημέρα των γενεθλίων για τον καθένα μας. Κάποια γεγονότα των τελευταίων ημερών, μια διάρρηξη στο Σιδηρόνερο, μια αγωγή για εξύβριση ήταν θέματα που έπρεπε να διευθετηθούν. Αργά το απόγευμα γύρισε στο σπίτι της. Ο τετράποδος φίλος της ο Ρούλης (από το Τυχερούλης, μιας και ήταν τόσο τυχερός και γλύτωσε από τις ρόδες ενός διερχόμενου αυτοκινήτου και η Ελπίδα τον λυπήθηκε έτσι ανήμπορο που τον είδε και τον κράτησε για συντροφιά) μόλις αισθάνθηκε την παρουσία έτρεξε γρήγορα και στάθηκε πίσω από την πόρτα με το λουρί του να κρέμεται από το στόμα του και την ουρά του να κοντεύει να ξεριζωθεί από το κούνημα. Η Ελπίδα χαμογέλασε με τη σκηνή που διαδραματιζόταν για άλλη μια φορά κατά την επιστροφή της στο σπίτι και τον σήκωσε στα χέρια της.
«Μικρέ μου φίλε, σήμερα δεν θα πάμε βόλτα. Πήγαινε εσύ έξω να κάνεις τη δουλειά σου…», του είπε και η χνουδωτή μπαλίτσα κατσούφιασε σαν να κατάλαβε τα λόγια της.
Του άνοιξε την πόρτα και εκείνο αμέσως έτρεξε έξω. Η Ελπίδα έπεσε βαριά στον καναπέ. Μετά βίας είχαν περάσει τρία λεπτά όταν στην εξώπορτα άκουσε λυγμούς. Ήταν ο Ρούλης. Η Ελπίδα πετάχτηκε πάνω και έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Φουριόζος μπήκε μέσα και άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, να τινάζεται και να έχει σπασμούς, να βγάζει κραυγές, ώσπου κατέρρευσε στο πάτωμα. Η Ελπίδα δεν πίστευε στα μάτια της. Σηκώθηκε να βγει έξω μα ένα ξαφνικό, σταθερό, τριπλό χτύπημα στην πόρτα, την έκανε να παγώσει στη θέση της. Ακροπατώντας έφτασε στην κουζίνα και άρπαξε ένα κοφτερό μαχαίρι. Ακούμπησε την πλάτη της στην εξώπορτα και προσπάθησε να αφουγκραστεί. Γύρισε προς την πόρτα και αργά σήκωσε το καπάκι από το ματάκι της πόρτας. Απέξω στεκόταν ο Αλέξανδρος. Παρά το τσουχτερό κρύο εκείνος δεν φορούσε σκούφο, ούτε κασκόλ ούτε καν παλτό ή μπουφάν. Δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει το κρύο που επικρατούσε. Είχε ένα χαμόγελο απροσδιόριστο, συνεχόμενο όπως ένα παιδί που αρχίζει να αποκοιμιέται. Και ένα κενό, παγωμένο βλέμμα. Κοιτούσε σταθερά και ευθεία σαν να μπορούσε να τη δει μέσα από το ματάκι. Αυτό το βλέμμα…είναι ό,τι πιο ανατριχιαστικό είχε δει ποτέ σε ανθρώπινο πλάσμα. Χτύπησε ξανά την πόρτα. Η Ελπίδα παρέμεινε ακούνητη στη θέση της. Εκείνος συνέχισε να χαμογελάει.
«Λυπάμαι πολύ που δεν μου ανοίγεις». Παύση. «Αλλά θα καταλάβεις γρήγορα…πολύ γρήγορα…». Παύση. «Αντίο. Πρέπει να πάω στο δάσος τώρα». Το αίμα της πάγωσε στο άκουσμα της απαλής, αθώας φωνής του. Άκουγε τα βήματά του να απομακρύνονται αργά και σταθερά. Άφησε την αναπνοή της να βγει επιτέλους ελεύθερη, ύστερα από τόση ώρα.
Οι επόμενες ώρες πέρασαν με την Ελπίδα να προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Συνεχώς ερχόταν μπροστά της η εικόνα του Αλέξανδρου. Το χαμένο βλέμμα του, η παγωμένη όψη του. Δώδεκα ακριβώς. Η μέρα άλλαζε και εκείνη βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι της ξάγρυπνη. Τα πράγματα από μέρα σε μέρα γινόντουσαν όλο και πιο παράξενα. Ή μήπως καλύτερα πιο τρομακτικά; Κάποια στιγμή η κούραση της ημέρας την ανάγκασε να αποκοιμηθεί. Μέσα στον ύπνο της άκουγε τη βρύση να τρέχει. Ξύπνησε και άκουγε ακόμα τη ροή. Σηκώθηκε και έτρεξε στην κουζίνα. Η βρύση ήταν κλειστή. Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Ούτε εκεί κάποια βρύση έτρεχε. Κι όμως άκουγε το νερό να τρέχει. Την έλουσε κρύος ιδρώτας στην σκέψη ότι όλα όσα έλεγε ο Αλέξανδρος σχετικά με την παραμονή της επετείου, είναι τελικά αλήθεια. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην αυλή. Ο μανιασμένος αέρας που φυσούσε μέχρι πριν λίγες ώρες είχε κοπάσει όπως και η βροχή. Μόνο το τρεχούμενο νερό ακουγόταν και έδινε στο σκηνικό μια απόκοσμη αίσθηση. Κοίταξε αργά προς τις τριανταφυλλιές. Ήταν ολάνθιστες. Πριν προλάβει να αντιδράσει, ο ουρανός φωτίστηκε στιγμιαία. Ένα κοράκι εμφανίστηκε από το πουθενά και κατευθύνθηκε καταπάνω της.  Σήκωσε το χέρι της να προστατευτεί, όμως εκείνο κάθισε πάνω του. Το κοιτούσε χωρίς να μιλά. Κάρφωσε το βλέμμα της στο δάσος.
«Ώρα να πηγαίνω…», είπε σιγά και βγήκε από την αυλή. 
                   


             




             Σας ευχαριστώ θερμά για την ανάγνωση!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μου την γνώμη σας...