Ρούλα Κόζη

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 25, 2016

Η συνάντηση



                Ο σερβιτόρος για πέμπτη φορά περνούσε νευρικά από μπροστά μου,  κουνώντας το κεφάλι του. Το κερί πάνω στο τραπέζι μου είχε πλέον καεί και η φλόγα τρεμόσβηνε. Το μέχρι πριν από δύο ώρες πολύβουο καφέ είχε τώρα σχεδόν σιωπήσει, καθώς η ώρα του κλεισίματος πλησίαζε. Κοίταξα το ρολόι μου. Με είχε στήσει. Μπα, όχι, δεν με ενόχλησε. Ο ήχος της βροχής που σιγά σιγά δυνάμωνε, μπερδευόταν τώρα με την απαλή μουσική που ακουγόταν από τα ηχεία του μαγαζιού. Άφησα καλό φιλοδώρημα στον σερβιτόρο που μάταια τόση ώρα περίμενε να του δώσω την παραγγελία μου και βγήκα από το μαγαζί. Ο νυχτερινός αέρας ήταν δροσερός εξαιτίας της βροχής και τα φώτα του δρόμου σε συνδυασμό μαζί της, έκαναν τον δρόμο να γυαλίζει. Είναι το είδος αυτό της βροχής που κάνει τα πάντα γύρω σου να λαμπυρίζουν.
                Η βροχή άρχισε να μουσκεύει τα ρούχα μου. Ένα ρεύμα αέρα φέρνει στα ρουθούνια μου το άρωμα της βανίλιας ανακατεμένο με αυτό των Marlboro. Αναπολώ.   Αρνούμαι. «Δεν μπορεί», λέω στον εαυτό μου. Αρχίζω να λέω το όνομά σου πριν καν γυρίσω το πρόσωπό μου. 
                «Η ζωή έχει πράγματι χιούμορ… ένα ανέκδοτο, ε;», μου λες χαμογελώντας καθώς βαδίζεις προς το μέρος μου.
                «Μόνο που δεν φαίνεται να καταλαβαίνω το καλύτερο κομμάτι του», σου απάντησα ανέκφραστα κουνώντας το κεφάλι μου.
Μου χαμογέλασες ξανά. Έκανα νόημα στο ταξί που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά μας.
«Ω, Θεέ μου, φαίνεσαι τόσο διαφορετική από την τελευταία φορά που σε είδα», ήθελα να σου φωνάξω. Όμως σιώπησα. Τα άλλοτε κατακόκκινα μακριά μαλλιά σου είχαν δώσει τώρα την θέση τους σε ένα αυστηρό μαύρο καρέ. Ακόμα θυμάμαι την ένταση με την οποία και τα ίδια μου έλεγαν τόσο σκληρά το αντίο, καθώς πετούσες με μανία τα πράγματά μου στο πεζοδρόμιο. Κούνησα το κεφάλι μου δυο τρεις φορές για να διώξω τις πικρές και ανώφελες σκέψεις μου. Τι σημασία έχει πια; Έχει περάσει άλλωστε τόσος καιρός από τότε…
                Το ταξί σταμάτησε μπροστά μας. Άνοιξα την πόρτα για σένα. Δεν έπρεπε, μα το έκανα. «Τι σ’ έπιασε;», ρωτούσα σιωπηλά τον εαυτό μου. «Την έχεις ξεπεράσει πια. Το έχεις δηλώσει», συνέχιζε η φωνή μέσα μου. Με πλησίασες και στάθηκες μπροστά μου πριν μπεις. Άρχισες να φτιάχνεις τον γιακά από το πουκάμισό μου. Πάντα το έκανες. Δεν με κοιτούσες. Έμεινα ακίνητος ώσπου να τελειώσεις την διαδικασία. Δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Ή μήπως δεν ήθελα; Αφέθηκα σαν παιδί στην φροντίδα σου. Όλη αυτή την ώρα ένιωθα τη μυρωδιά από τα τσιγάρα στα δάχτυλά σου. Στο τέλος χαμογέλασες ευχαριστημένη γι’ αυτό που είχες καταφέρει και μπήκες στο εσωτερικό του ταξί. Σε ακολούθησα χωρίς να πω τίποτα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Κοιτούσες σιωπηλή  έξω από το παράθυρο τις σταγόνες της βροχής που κυλούσαν βιαστικά στο τζάμι. Είπα στον οδηγό να κάνει ένα γύρο το τετράγωνο.
                Στο άκουσμα της φωνής μου γύρισες επιτέλους να με κοιτάξεις. Δάγκωσες τα χείλη σου. «Ω, μη το κάνεις αυτό…», έλεγα από μέσα μου. Και πριν προλάβω να συνέλθω από την ταραχή που μου προκαλούσε πάντα η κίνησή σου αυτή, με φίλησες. Με φίλησες έντονα. Σε φίλησα και εγώ. Ακόμα πιο έντονα. Σταμάτησες ξαφνικά, όσο ξαφνικά ξεκίνησες. Με κοίταξες. Σε κοιτούσα και εγώ. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσουμε πως αφήσαμε να γίνει αυτό. Ξέραμε και οι δυο γιατί και ας μην το ομολογούσαμε.
                «Συνήθιζες να το κάνεις μόνο όταν ήσουν ενθουσιασμένος ή τρομοκρατημένος», μου είπες χαμογελώντας καθώς παρατήρησες πως ακόμα ξύνω με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τον αριστερό μου κρόταφο. Σιωπή.
«Τι από τα δύο συμβαίνει απόψε, Παύλο;»
«Πόσο υπέροχα ηχούσε το όνομά μου, καθώς έβγαινε από τα κατακόκκινα χείλη σου», ακούστηκε πάλι η φωνή μέσα μου.
«Και τα δύο», απάντησα τελικά.
                Το ταξί παίρνει μια στροφή, φέρνοντάς σε πιο κοντά μου. Δεν φαίνεται να σε πειράζει.
« Δεν τον ενοχλεί που είσαι έξω;», ρώτησα με φωνή που μόλις και μετά βίας βγήκε από τα τρεμάμενα χείλη μου.
«Δεν είναι της παρούσης», απάντησες σκύβοντας το κεφάλι.
«Συγνώμη», απολογήθηκα.
                Το ταξί παίρνει δεύτερη στροφή. Πάλι το σώμα σου πέφτει πάνω στο δικό μου. Νιώθω τ’ άρωμά σου.
                «Μπορούμε να το ξανακάνουμε», ψιθύρισες.
Σιωπή ξανά. Έστρεψες το βλέμμα σου προς εμένα. Στο αχνό φως που έμπαινε από τα παράθυρα του ταξί, μπόρεσα να διακρίνω το πράσινο των ματιών σου.
Η φωνή σου ακούστηκε ξανά.
                «Πάντα πίστευα ότι υπάρχει μια αόρατη κλωστή που μας δένει και μέσω αυτής περνάνε όλα τα συναισθήματα από τον έναν στον άλλον. Έτσι μπορούμε και νιώθουμε με αυτόν τον ακατανόητο τρόπο ο ένας τον άλλον. Πάντα μας έδενε, μα ήταν μπλεγμένη. Και όταν γνωριστήκαμε, ξέμπλεξε, ήρθε σε ευθεία και έτσι περνούν ανενόχλητα τα συναισθήματα. Και δίνουμε έτσι ζωή ο ένας στον άλλον. Σαν τον ομφάλιο λώρο που δένει το παιδί με την μάνα του. Και από εκεί περνάνε όλα: η τροφή, το οξυγόνο, το αίμα, η αγάπη. Όλα όσα χρειάζεται για να είναι καλά και να αναπτυχθεί σωστά.  Κάπως έτσι πιστεύω πως είμαστε και εμείς».
«Είμαστε τόσο διαφορετικοί τώρα», ακούγεται η φωνή μέσα μου και με αποτρέπει να απαντήσω και να πω αυτό που λαχταρούσα.
«Μου έλειψες», ακούστηκες ξανά.
«Και εσύ μου έλειψες», απάντησα δίχως δισταγμό. Αμέσως, σαν να το περίμενα αυτό που άκουσα.
                Το ταξί παίρνει τρίτη στροφή, χτυπώντας στο κράσπεδο.
«Όλα αυτά που λες, τα νιώθω και εγώ. Όλα τα συναισθήματα που έλεγες πως νιώθεις και εσύ για μένα. Πόσα βράδια… αχ πόσα βράδια να ‘ξερες… ήθελα να έρθω εκεί, κοντά σου, να σε αγκαλιάσω σφιχτά. Να σε χαϊδεύω μέχρι το πρωί. Εγώ να μην κοιμηθώ καθόλου. Καθόλου, τ’ ακούς; Εγώ απλά τότε θα ήμουν ευτυχισμένος. Και ναι, λοιπόν, μου βγαίνει η αγάπη. Μου βγαίνει να  σου λέω «σ’ αγαπώ». Μου βγήκε από μόνο του πολύ καιρό πριν. Όταν ακόμα δεν το λέγαμε, δεν το γράφαμε. Το έγραφε μόνο του το χέρι μου. Μόλις το έβλεπα απλά το έσβηνα. Πίστευα ότι δεν πρέπει να στο πω. Πολύ καιρό πριν. Σ’ αγαπάω, λοιπόν… Και πολύ μάλιστα! Τ’ ακούς, κοριτσάκι μου; Σ’ αγαπάω πολύ!».
                «Όμως είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι τώρα…» απάντησες χωρίς να με κοιτάξεις.
                Διάβασες τη σκέψη μου… πώς; Μα τι ρωτάω; Εμείς πάντα το κάναμε. Μαζί όλα. Ταυτόχρονα. Ακόμα και τις σκέψεις.
Οι σκιές των σταγόνων που κατρακυλούσαν στο τζάμι, φαίνονταν σαν δάκρυα πάνω στο πρόσωπό σου. Ταίριαζαν στην έκφραση που είχε τώρα.  
                «Ναι, φυσικά», μπόρεσα να πω μόνο. Προσπαθούσα να κρύψω την αναστάτωση που μου προκάλεσαν τα τελευταία λόγια σου.
Το ταξί παίρνει την τελευταία του στροφή. Έγειρες το κεφάλι σου στο στήθος μου.
«Μακάρι να μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω και…»
«Δεν υπάρχει πισωγύρισμα. Δεν υπάρχει παρελθόν», με διέκοψες απότομα. « Κοιτάμε μόνο μπροστά, αλλιώς θα κάνουμε φαύλους κύκλους».
                Ο οδηγός του ταξί σταμάτησε μπροστά από την είσοδο του καφέ. Ακριβώς στο σημείο απ’ όπου μας πήρε.
                Έψαξα για το πόμολο. Έψαξες για το χέρι μου.