Ρούλα Κόζη

Κυριακή, Δεκεμβρίου 13, 2015

Το κόκκινο περικάρπιο



Ο Πέτρος φοβερά καταβεβλημένος μόλις είχε βγει από μια εξαιρετικά δύσκολη και πολύωρη εγχείρηση και προχωρούσε στο διάδρομο του τέταρτου ορόφου της καρδιοχειρουργικής πτέρυγας του νοσοκομείου όπου εργάζεται τα τελευταία 30 χρόνια. Μπαίνοντας στο ασανσέρ που θα τον οδηγούσε στο υπόγειο όπου θα άλλαζε, συνάντησε μια γυναίκα. Συνήθως είναι ευγενικός και ομιλητικός, αλλά τη δεδομένη στιγμή αγνόησε εντελώς τη γυναίκα που στεκόταν πίσω του στα αριστερά. Όταν η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε δύο ορόφους πιο κάτω, μια ακόμα γυναίκα ετοιμαζόταν να μπει σε αυτό. Ο Πέτρος με τον κρύο ιδρώτα να στάζει στο μέτωπο του, πάτησε με όση περισσότερη δύναμη μπορούσε το κουμπί για να κλείσει η πόρτα και ταυτόχρονα εκείνο που θα τους οδηγούσε στο τελευταίο πάτωμα του πολυώροφου κτηρίου. Η γυναίκα που στεκόταν τόση ώρα πίσω του αμίλητη, εκνευρισμένη απαίτησε να μάθει γιατί φέρθηκε με τόση αγένεια στη γυναίκα που προσπάθησε να μπει μαζί τους στο ασανσέρ. Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Ο γιατρός αφού πρώτα μάζεψε όσο κουράγιο μπόρεσε, έστρεψε το βλέμμα του στη γυναίκα πίσω του και με τρεμάμενη φωνή απολογήθηκε: « Τη γυναίκα αυτή τη χειρούργησα πριν λίγη ώρα. Δυστυχώς όμως δεν τα κατάφερε… Δεν προσέξατε το κόκκινο περικάρπιο που φορούσε;» Η φωνή του έβγαινε με κόπο από το στεγνό του στόμα.
Η γυναίκα του χαμογέλασε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. « Κάτι σαν αυτό,γιατρέ;»,του είπε αμέσως μετά σηκώνοντας το δεξί της χέρι.



Πέμπτη, Νοεμβρίου 26, 2015

Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2016




Για δεύτερη χρονιά ένα δικό μου κείμενο προστέθηκε στη δράση του διαδικτυακού τόπου tovivlio.net,  Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2016.

Όσοι από εσάς επιθυμείτε αντίγραφο, μπορείτε να κάνετε την παραγγελία σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση του ιστότοπου tovivlio.net 
ekdoseis@tovivlio.net .

Παρακάτω επικολλώ τον σύνδεσμο όπου είναι αναρτημένο σε ηλεκτρονική μορφή:



Προσοχή!
Οι παραγγελίες γίνονται δεκτές ως αύριο 27/11/2015.




Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2015

Κλέφτης ονείρων








    Πριν ακόμα νιώσεις ότι έχεις ξυπνήσει, όταν τα μάτια σου παραμένουν σφαλιστά, ανήμπορα να αντικρίσουν τις πρώτες αχτίδες φωτός της νέας μέρας, που τρυπώνουν αυθάδικα μέσα από τις γρίλιες του ξύλινου παντζουριού σου, εικόνες ανακατεμένες περνούν μπροστά από τα μάτια σου με την ταχύτητα του φωτός.
Όνειρα τόσο ζωντανά, σχεδόν αληθινά. Περνούν από μπροστά σου, ανάμεσα από τις πυκνές, κλειστές βλεφαρίδες σου, αστραπιαία, που μόλις και μετά βίας προλαβαίνεις να τα εξηγήσεις, να τα κατανοήσεις. Ή μπορεί και όχι.
            Και τότε είναι που λαθραία τρυπώνει στο κρεβάτι σου. Τ΄ αρπάζει απ΄ το κεφάλι σου. Και σου αφήνει μια πικρή γεύση. Γιατί τα όνειρα είναι γλυκά. Όχι, δεν είναι άνθρωπος, αλλά έχει ανάγκη από αγάπη. Σου κλέβει τα όνειρα γιατί είναι πονηρός. Ακριβώς μπροστά στα μάτια σου. Ξαφνικά αδειάζει το μυαλό σου δεν θυμάσαι τι είδες, ούτε πως ένιωθες. Τίποτα. Λευκό σεντόνι. Ξέρεις μόνο ότι κάτι είδες.
            Και έτσι τα όνειρα σου χάνονται για πάντα, μαζί με τον κλέφτη ονείρων που δραπετεύει αθόρυβα, γλιστρώντας από την χαραμάδα της πόρτας.
                                                       Θα γυρίσει. Πάντα το κάνει.

                                             Αφού χρειάζεται τα όνειρά σου για να ζήσει. 

Πέμπτη, Οκτωβρίου 22, 2015

Κάτω από τη βροχή





Πηγή φωτογραφίας: http://fbuk.deviantart.com/art/Rain-Dance-03-67033662


                                                                 Κάτω από τη βροχή



Ποτέ δε μου άρεσε η βροχή. Μελαγχολική, θορυβώδης, ενοχλητική. Και τώρα, να τη πάλι, να χτυπάει με βιάση τις σταγόνες της στη στέγη. Πάντα την αφήνω απέξω. Έξω από το σπίτι μου, έξω από τη σκέψη μου.  Ο κεραυνός βρυχάται σαν άγριο θηρίο. Η αστραπή φωτίζει τις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού μου. Φοβάμαι, γιατί μεγαλώνουν μέσα στο σπίτι οι σκιές.
                                Όμως δεν θα λυγίσω αυτή τη φορά. Όπως κάνω πάντα.
                                                Φοβάμαι, παραλύω… περίμενέ με.
Ποτέ δε μου άρεσε η βροχή. Άλλα πάντα υπάρχει τρόπος να την εξορίσεις από τη σκέψη σου. Με νέες αναμνήσεις. Ένα φιλί, έναν χορό, ένα τραγούδι. Και γιατί όχι, όλα αυτά κάτω από τη βροχή. Γιατί κακά τα ψέματα, αν δεν τολμήσεις να παλέψεις πρόσωπο με πρόσωπο το φόβο σου, θα μείνεις για πάντα ηττημένος. Κι έτσι ίσως γίνει ευχάριστη, τελικά. Ίσως γίνει μια χαρούμενη μελωδία. Μια γλυκιά επωδός που θα σε γαληνέψει.
                Για πρώτη φορά λέω να την αφήσω να μπει. Στη σκέψη μου και στη ζωή μου. Θα απολαύσω τη στιγμή. Θα αφήσω και εσένα να μπεις. Αρκεί να γίνεις αυτός που θα σκουπίσει τα  δάκρυά μου. Και τότε θα μπορέσω να λατρέψω αυτό το δώρο τ’ ουρανού.

                Φτιάξε λοιπόν μαζί μου όμορφες στιγμές, εδώ, κάτω από τη βροχή και κάνε με να ξεχάσω ότι κάποτε τη μισούσα.




Το πορτραίτο


Πηγή φωτογραφίας: http://www.mycampus.gr/portreto_zografismeno_me_stulo/


                                                                         




                                      

Έζησα σε ένα πορτραίτο,
τα χρώματα να γεμίζουν το μέσα μου.
Γεννήθηκα σε μια στιγμή,
σ’ ένα στιγμιαίο χτύπημα του κλείστρου.
Κλικ!
Και πάλι σιωπή.
Πίστεψα πως έζησα.
Πίστεψα πως ζωντάνεψα.
Προσεκτικά πατώντας στις άκρες.
Άνοιξα το μυαλό σου.
Άλλαξα τις πεποιθήσεις σου.
Έπαιξα το τραγούδι της ζωής.
Δημιούργησα κίνηση.
Τυλίχτηκα με δράση.
Αισθάνθηκα τι θα ακολουθούσε.
Δεν πεθαίνω ποτέ.
Μένω πάντα ίδια.
Γεννήθηκα…
…μέσα σε ένα πορτραίτο.

"Το πορτραίτο" είναι η νέα μου συμμετοχή στη δράση "Μια εικόνα...χίλιες λέξεις" του διαδικτυακού τόπου http://tovivlio.net/ ( http://tovivlio.net/%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CF%81%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%AF%CF%84%CE%BF-2/ ).

Παρασκευή, Οκτωβρίου 09, 2015

Το τρένο για το σπίτι μου


          Ο μοναχικός, ηλικιωμένος άντρας περίμενε το τραίνο του-ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν σε εμένα-κάθε πρωί και κάθε απόγευμα για πολύ καιρό τώρα. Δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσο καιρό συνέβαινε αυτό, μα τον έβλεπα κάθε πρωί που πήγαινα στη δουλειά και κάθε βράδυ που επέστρεφα στο σπίτι. Πάντα εκεί. Μέσα στη βροχή και το χιόνι, τον ήλιο και τον αέρα. Καθόταν εκεί, περιμένοντας το τραίνο του να έρθει. Ποτέ δεν τον είχα δει να φεύγει πριν από μένα. Για μεγάλο διάστημα αυτό αποτελούσε ένα μυστήριο άξιο να λυθεί. Δεν ξέρω γιατί, μα αυτός ο ηλικιωμένος άνδρας μου θύμιζε τον πατέρα μου, ο οποίος είχε σχεδόν την ίδια ηλικία. Εξαιτίας αυτού του άντρα ξεκίνησα να επισκέπτομαι πάλι τον πατέρα μου. Επισκέψεις που δεν  ήταν συχνές τα τελευταία χρόνια, προφασιζόμενος το βαρύ πρόγραμμα της δουλειάς μου και της καθημερινότητάς μου γενικότερα. Αλλά με κάποιο τρόπο ο άνδρας αυτός άλλαξε τη στάση που είχα υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια και έτσι άρχισα να τον επισκέπτομαι πάλι συχνά. Σε μια από αυτές τις επισκέψεις μου, ρώτησα τον πατέρα μου τι πίστευε ότι μπορεί αυτός ο άντρας να έκανε. Και εκείνος μου απάντησε απλά: « Πήγαινε μίλα του ανόητε, για να μάθεις τι κάνει εκεί. Πώς στο καλό να γνωρίζω εγώ;».
            Πέρασαν εβδομάδες από τότε. Το ενδιαφέρον μου στο μεταξύ είχε μειωθεί. Η δουλειά με είχε απορροφήσει για ακόμα μια φορά. Ένα όμως φοβερά ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα τον είδα και για  πρώτη φορά πρόσεξα πως εκείνος ο άντρας φορούσε ακόμα αυτό το άθλιο και εντελώς φθαρμένο καφέ παλτό που φορούσε και την προηγούμενη ημέρα. Ή μάλλον όχι. Στην πραγματικότητα, φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, όλον αυτόν τον καιρό. Πώς δεν το είχα προσέξει νωρίτερα; Και τότε αποφάσισα πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να του μιλήσω επιτέλους. Πλησίασα και κάθισα στο  παγκάκι δίπλα του. Ένα παγκάκι στο οποίο ποτέ δεν είχα δει άλλον να κάθετε εκτός από τον ίδιο. Ακόμα και όταν δεν υπήρχε αλλού άδεια θέση.
« Με συγχωρείτε…», του απευθύνθηκα διστακτικά. Δεν πήρα απάντηση.
«Συγνώμη, με ακούτε;», επανέλαβα στον ίδιο τόνο.
«Ναι, σε ακούω ανόητε. Και τώρα άφησε με ήσυχο, είμαι απασχολημένος», ακούστηκε η βραχνή φωνή του ηλικιωμένου.
«Συγνώμη και πάλι, αλλά να… είναι που σας βλέπω μήνες να κάθεστε εδώ και ήθελα να σας ρωτήσω ποιο τραίνο περιμένετε. Ή ίσως να περιμένετε κάποιο πρόσωπο. Παρακαλώ, πείτε μου. Το ενδιαφέρον μου είναι ειλικρινές».
Δεν γύρισε καν προς το μέρος μου. Συνέχισε να κοιτάζει προς το βορρά. Εκεί που κοιτούσε πάντα, περιμένοντας το τραίνο του. Εγώ όμως μπόρεσα να μαντέψω το βλέμμα του. Σκυθρωπό, συννεφιασμένο. Τα μάτια του μισόκλειστα έγερναν προς τα κάτω υποταγμένα στο βάρος των βαθιών ρυτίδων του. Αυτές οι ρυτίδες. Σημάδια ψυχικής εξάντλησης. Το πρόσωπό του φανέρωνε παραίτηση αλλά ταυτόχρονα και καρτερία, ανυπομονησία. Κάτι περίμενε από αυτό το τρένο. Αλλά τι;
Περίμενα υπομονετικά. Τόσο που το τραίνο μου ενώ ήρθε, εγώ το άφησα να περάσει. Όχι μία, αλλά τρεις φορές.
« ΕΝΑ ΤΡΑΙΝΟ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΟΛΥ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΔΕΙΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ», μου απάντησε έντονα.  Η παρατεταμένη σιωπή που επικρατούσε από τη στιγμή που τον ρώτησα για τελευταία φορά έσπασε αιφνιδιαστικά. Όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στη αποβάθρα του σταθμού γύρισαν και κοίταξαν εμάς. Αυτό το παράξενο ζευγάρι συνομιλητών.
            Εκείνο το βράδυ γύρισα πολύ αργά στο σπίτι. Ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσα από εκείνον. Για πολύ μεγάλο διάστημα η περιέργειά μου σίγησε. Μετά από όλα αυτά, δεν ήταν πια για μένα ένα μυστήριο που έπρεπε να λύσω, αλλά απλώς ένας γέρος και ίσως ένας ψυχικά διαταραγμένος άνθρωπος. Διέγραψα τα πάντα, σταμάτησα κιόλας να τον προσέχω, για πολύ καιρό. Για μήνες θα έλεγα.
            Είχε έρθει επιτέλους ο χειμώνας κι εγώ για άλλη μια μέρα βρισκόμουν στον σταθμό να περιμένω το τραίνο για τη δουλειά. Κάτι είχε αλλάξει στον σταθμό. Κάτι έλειπε. Όλοι το νοιώθαμε. Πλανιόταν στον αέρα αυτή η αίσθηση της απουσίας. Αλλά δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε τι ακριβώς ήταν αυτό. Δεν είχα τον χρόνο ή για να το πω πιο σωστά, δεν είχα την θέληση να προσπαθήσω να κατανοήσω τι ήταν αυτό που έλειπε και έτσι συνέχισα κανονικά τη ρουτίνα μου.
             Ένα μήνα μετά όλο αυτό είχε γίνει αβάσταχτο. Κάτι είχε αλλάξει, αλλά κανείς δεν ήξερε τι. Και έτσι ξαφνικά μου ήρθε στο μυαλό αυτός ο παράξενος γέρος.
Αυτός είναι πάντα εδώ, σκέφτηκα. Ίσως γνωρίζει τι έχει συμβεί. Προχώρησα προς το σημείο όπου τον έβρισκα πάντα. Δεν ήταν εκεί. Και τότε κατάλαβα. Αυτός ήταν η αλλαγή. Η απουσία του ήταν η μυστηριώδης αλλαγή που όλοι αισθανόμασταν αλλά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από πού προερχόταν. Κάθισα στο παγκάκι που συνήθιζε να κάθετε. Σιωπή. Τίποτα δεν συνέβη, ασφαλώς. Μια σκέψη μόνο μπόρεσε να περάσει από το μυαλό  μου: Άραγε πέρασε το τραίνο του; Έκανα να φύγω, όταν με την άκρη του ματιού μου πρόσεξα κάτι σαν βιβλίο. Ήταν ένα ημερολόγιο. Το ημερολόγιό του! Δεν έχασα στιγμή. Το άνοιξα αμέσως.

                                                                                                                  03/11/2013
«Η γυναίκα μου ¨έφυγε¨. Η αγαπημένη μου γυναίκα, ο φύλακας άγγελός μου, που με ακολουθούσε σε όλη μου τη ζωή. Το στήριγμα όλης της ύπαρξης μου. Πήγε στο σπίτι, όπου εγώ δεν μπορώ να πάω. Δεν ξέρω πώς να συνεχίσω, είμαι χαμένος… Ο ψυχολόγος μου είπε ό,τι έχω να πω να το καταγράφω σε ένα ημερολόγιο. Θα με βοηθήσει, λέει, να αντιμετωπίσω τις στιγμές μοναξιάς. Είπε επίσης ότι θα δημιουργήσει προσομοίωση μιας αληθινής συζήτησης. Μόνο που τα ημερολόγια ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΟΥΝ!!!! ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑΣ, Ε; ΗΛΙΘΙΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ!!!».

                                                                                                              

                                                                                                                    25/07/2014
Ο χειμώνας ήρθε και έφυγε ξανά. Εντάξει, κέρδισες. Αποφάσισα να γυρίσω πάλι σε σένα, αφού δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω. Αλλά δεν έχω τίποτα να γράψω, εκτός από το να σου πω, ημερολόγιο, πόσο μίζερη είναι η ζωή μου. Αλλά δεν θα το επιτρέψω αυτό, ημερολόγιο. Αποφάσισα ότι πρέπει να γυρίσω σπίτι. Εκεί που είναι η αγαπημένη μου γυναίκα. Με περιμένει ήδη. Σπίτι, εκεί που ο ήλιος λάμπει, εκεί που ο αέρας σκορπάει μια δροσερή πνοή. Εκεί θέλω να είμαι. Εκεί όπου μπορώ επιτέλους να αγκαλιάσω τη γυναίκα μου.

Όμως ο Κύριος δεν μ’ αφήνει. Λέει είναι πολύ νωρίς ακόμα για μένα, να πάρω τον χρόνο μου και να μην ανησυχώ. Θα γυρίσω, λέει, και εγώ σπίτι. Μα εγώ δεν μπορώ να περιμένω άλλο… ΚΥΡΙΕ, Μ’ΑΚΟΥΣ;
Θέλω να φύγω, μα δε μ’ αφήνει. Θα του δείξω εγώ! Δεν θα φύγω. Θα πάω στο σταθμό και θα περιμένω το τραίνο μου να έρθει.

                                                                                                 25/07/2015

Ένα χρόνο τώρα το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι και να περιμένω το τραίνο μου να έρθει. Ο Κύριος όμως ξέρει τι κάνω και δεν αφήνει το τραίνο μου να έρθει. Τι κι αν εγώ το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι; Ούτε τρώω, ούτε πίνω, κι όμως το τραίνο μου δεν έρχεται. Ένας νέος άνδρας ήρθε σε μένα σήμερα. Με ρώτησε τι κάνω. Ήταν ιδιαίτερα υπομονετικός και έτσι του είπα πως περιμένω το τραίνο για το σπίτι, ένα τραίνο το οποίο είναι πολύ νέος και δειλός για να πάρει ο ίδιος.

                                                                                                  26/07/2015
Το τραίνο ήρθε! Αντίο, ημερολόγιο. Αντίο, άσπλαχνε κόσμε.

Με αυτά τα λόγια το ημερολόγιο έκλεινε. Δεν ήξερα τι να πω, τι να σκεφτώ. Έβαλα το ημερολόγιο στον σάκο μου και ήμουν έτοιμος να σηκωθώ όταν το είδα. Ξανακάθισα στη θέση μου παραπατώντας. Κοίταξα γύρω μου να δω αν κάποιος άλλος έβλεπε αυτό που έβλεπα εγώ. Κανείς αν και πολλοί κοιτούσαν προς τη μεριά που βρισκόντουσαν οι ράγες. Το άθλιο, φθαρμένο, καφέ παλτό ριγμένο στις ράγες, τσαλαπατημένο από τα τραίνα που πέρασαν από πάνω του, ήταν εκεί. Αμέσως κατάλαβα τι εννοούσε: ο ηλικιωμένος άντρας πήγε επιτέλους σπίτι. Πήγε στον παράδεισο να συναντήσει τη γυναίκα του ξανά. Αδιαφορώντας για τις φωνές των ανθρώπων που με έβλεπαν να κατεβαίνω στις ράγες, έσκυψα και πήρα στα χέρια μου το παλτό. Και τότε όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Κατάλαβαν τι είχε συμβεί στον ηλικιωμένο άντρα και στον σταθμό τους. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παρευρισκομένων, το σώμα του ηλικιωμένου άνδρα σχηματίστηκε ξανά. Ένοιωσα το βάρος του άψυχου σώματος στα χέρια μου. Κοιτούσα με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά αυτό που αν δεν ζούσα ο ίδιος, δεν θα πίστευα ποτέ κανέναν ότι θα μπορούσε να συμβεί. Χωρίς να το σκεφτώ έτρεξα επιτόπου στο πιο κοντινό νεκροταφείο. Εκεί συνάντησα τον υπεύθυνο και τον ρώτησα αν γνώριζε κάποια Ελισάβετ Μακρή. Μου απάντησε αμέσως, χωρίς να σκεφτεί, πως ήταν θαμμένη εδώ δύο χρόνια τώρα. Τον ρώτησα πώς και την θυμόταν τόσο καλά.
«Είναι η ιστορία που υπάρχει πίσω από αυτήν και την κάνει αξέχαστη», μου απάντησε απαλά.
Το βλέμμα μου τον έκανε να καταλάβει ότι ήθελα να μάθω περισσότερα.
«Όταν εκείνη πέθανε, ο άντρας της ζήτησε ένα διπλό τάφο για εκείνη και τον ίδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όμως, κατασκευάζεται μόνο η μισή πλευρά. Ο ίδιος όμως ζήτησε να κατασκευαστεί επιτόπου όλος. Εσύ όμως γιατί με ρωτάς; Είσαι συγγενής;».
«Όχι, ήρθα για να φέρω το σώμα του», απάντησα με όσο ψυχραιμία μου είχε απομείνει.
Η σιωπή γέμισε απ’ άκρη σ’ άκρη τον χώρο. Και ύστερα από λίγο ο υπεύθυνος απευθύνθηκε ξανά σε εμένα γεμάτος αμηχανία: « Ε, ναι, μας είχε αναφέρει την πιθανότητα ότι ίσως κάποιος έφερνε απλά το σώμα του. Πού είναι;»

Το σώμα του ηλικιωμένου άντρα θάφτηκε εκεί και το ημερολόγιό του στον κήπο μου.  Πάνω του κάθε μέρα ανθίζει ένα λουλούδι, το οποίο ο ίδιος πηγαίνω κάθε φορά στον τάφο του. Η θύμησή του πρέπει να διατηρηθεί ζωντανή και ορκίζομαι να την διατηρήσω για όσο είμαι ζωντανός.

Ο σταθμός ξέχασε τον ηλικιωμένο άνδρα, και συνέχισε στους ρυθμούς του σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα.


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 20, 2015

Με λένε...βροχή.




Από τη συμμετοχή μου στη νέα δράση του ιστότοπου tovivlio.net, με τίτλο "Τίτλος...σπουδής".

Καθόμουν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, κοιτάζοντας αδιάφορα έξω από το παράθυρο που με χώριζε μόλις λίγα εκατοστά από τις αμέτρητες σταγόνες της βροχής που έπεφταν πάνω του. Τα σκούρα σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό είχαν δώσει στην ατμόσφαιρα εκείνη τη χαρακτηριστική γκρι απόχρωση.
-«Αυτή η βροχή φαίνεται να ήρθε από το πουθενά, ε;», μονολόγησε η φίλη μου τη στιγμή που άρχισε να γίνεται εντονότερη.
Έγειρα πίσω το κεφάλι και συγκεντρώθηκα στον σταθερό μεταλλικό ήχο που έβγαζε η βροχή καθώς έπεφτε στην οροφή του αυτοκινήτου. Από μικρή αγαπούσα τη βροχή. Μεγαλωμένη καθώς ήμουν στην ύπαιθρο, κάθε που έβρεχε, έβγαινα έξω με την αδερφή μου και παίζαμε και το βράδυ αποκοιμιόμουν με τον ήχο της. Αυτή η βροχή όμως ήταν διαφορετική. Ίσως να έφταιγε το ότι βρισκόμουν στην πόλη πλέον, αλλά σαν να την ένοιωθα να πέφτει βίαιη κατά κάποιο τρόπο. Γύρισα ξανά το κεφάλι μου προς το παράθυρο και έμεινα να παρακολουθώ την κυρία στο απέναντι πεζοδρόμιο να προσπαθεί μάταια να κρατήσει την ομπρέλα της σταθερή κάτω από την ορμή του αέρα και της μανιασμένης βροχής. Η φίλη μου από την άλλη αφήνει έναν αναστεναγμό απελπισίας καθώς λόγο του καιρού το μποτιλιάρισμα είναι μεγάλο και έτσι θα αναγκαζόμασταν να παραμείνουμε στο ίδιο σημείο για αρκετή ώρα.
Άρχισα να παρατηρώ καλύτερα τις σταγόνες τις βροχής καθώς κατρακυλούσαν πάνω στο τζάμι. Κάτι σαν παιχνίδι. Προσπαθούσα να μαντέψω ποια από τις μικρές σταγόνες θα φτάσει πρώτη στο τέλος του παραθύρου. Τότε ήταν που πρόσεξα μια μικρή μαύρη πάνω στο παράθυρο.
«Ήταν εκεί πριν;», αναρωτήθηκα. Έμοιαζε να είναι κάτι σαν λεκές. Πώς δεν την πρόσεξα νωρίτερα; Πριν προλάβει να διαλυθεί το σύννεφο της σκέψης από το κεφάλι μου, ακόμα μία μεγαλύτερη άρχισε να γλιστράει στο τζάμι, αφήνοντας ένα μαύρο σαν από μελάνι ίχνος πίσω της.
«Μα τι στην ευχή είναι αυτό;», ψέλλισε η Καίτη καθώς ένα ζευγάρι μαύρες υδάτινες κουκκίδες έπεσαν στο παρμπρίζ.
«Μοιάζει σαν… σαν πίσσα … τι να πω;», τραύλισε. Κόλλησα το κεφάλι μου στο τζάμι κουνώντας το, δείχνοντας ότι συμφωνώ με την διαπίστωσή της. Κάμποσες ακόμα μελανές σταγόνες άρχισαν να κατρακυλούν στο τζάμι. Κοιτούσα γύρω μου τον δρόμο. Οι περαστικοί φαίνονταν πολύ απασχολημένοι στο να αποφύγουν την βροχή χωρίς έτσι να έχουν καταλάβει ότι οι σταγόνες της είναι μαύρες. Η Καίτη ενεργοποίησε τους υαλοκαθαριστήρες προσπαθώντας να τις διώξει από το τζάμι, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν τεράστιες μουτζούρες . Την ίδια στιγμή οι άνθρωποι που βρίσκονταν στον δρόμο άρχισαν να κοιτάζουν σαστισμένοι προς τον ουρανό, καθώς αντιλήφθηκαν τα βαριά κομμάτια λάσπης που έπεφταν στην υγρή άσφαλτο γύρω τους. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι έβγαιναν από τα αυτοκίνητά τους, κοιτώντας παραξενεμένοι προς τον μαύρο ουρανό.
«Θα βγω για λίγο έξω», μου αποκρίθηκε η Καίτη και αμέσως βγήκε από το αμάξι. Άνοιξε την ομπρέλα της και σε δευτερόλεπτα εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος του κόσμου που είχε σχηματιστεί. Ξαφνικά άρχισα να ακούω ουρλιαχτά. Και δυνατά, σπαρακτικά κλάματα να έρχονται από κάπου πίσω από το αμάξι. Αμέσως γυρίζω το κεφάλι μου να κοιτάξω από το πίσω τζάμι, μα δεν πρόλαβα αφού μεγάλες, κατάμαυρες, πηχτές σταγόνες βροχής άρχισαν να το καλύπτουν. Κοίταζα γύρω μου απεγνωσμένα, προσπαθώντας να δω κάτι που θα έκανε επιτέλους να καταλάβω τι συνέβαινε, μα η σχεδόν αδιαφανής μαύρη βροχή περιόριζε τόσο την όραση μου που το μόνο που μπορούσα να διακρίνω πια ήταν σιλουέτες ανθρώπων να προσπερνούν τρέχοντας. Το ένα ουρλιαχτό διαδεχόταν το άλλο. Σιγά-σιγά ο αέρας γέμισε με τις φωνές αμέτρητων ανθρώπων. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και κάλυψα τα αυτιά μου με τα χέρια μου. Η βροχή στο λεπτό έγινε δυνατότερη. Και όταν πίστεψα ότι έφτασε στο αποκορύφωμά της, εκείνη έγινε ισχυρότερη. Οι βίαιοι χτύποι της στην οροφή του αυτοκινήτου βοήθησαν να μην ακούω άλλο τα ατέλειωτα ουρλιαχτά. Εν μέσω όλου του χάους η σκέψη μου άρχισε να αφυπνίζεται. Γιατί συνέβαινε όλο αυτό; Και πού είναι η φίλη μου; Γιατί αργεί; Να ήταν μια από αυτές που ούρλιαζαν; Πίεσα τις παλάμες μου δυνατότερα στα αυτιά μου. Ήθελα μόνο να σταματήσω να ακούω όλα αυτά. Σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια γέμισα τους πνεύμονές μου με αέρα και φώναξα τόσο δυνατά που κάλυψα κάθε ήχο γύρω μου. Μετά από λίγο πρόσεξα ότι μόνο εγώ ακουγόμουν να ουρλιάζω. Σταμάτησα και άνοιξα τα μάτια μου, παρατηρώντας πως όλα τα παράθυρα του αυτοκινήτου ήταν καλυμμένα με αυτή την ουσία, και το μόνο φως που υπήρχε ήταν αυτό από τον αχνό φωτισμό που εξέπεμπαν τα λαμπάκια του πίνακα ενδείξεων του αυτοκινήτου. Ήταν πολύ παράξενο που καθόλου φως δεν έμπαινε από τα παράθυρα. Ήταν πράγματι τόσο αδιαπέραστη αυτή η ουσία; Αγγίζω με την παλάμη μου το τζάμι. Μια αφύσικη αίσθηση ψύχους διαπέρασε το κορμί μου κάνοντάς με να αναριγήσω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να ανοίξω την πόρτα; Η σκέψη ήταν δελεαστική, αλλά όσο κι αν ήθελα να ανακαλύψω τι συνέβαινε, ένα δυνατό αίσθημα φόβου με απέτρεπε από το να το κάνω. Τελικά πήρα την απόφαση. Θα άνοιγα την πόρτα με όποιο κόστος. Έτεινα το χέρι μου αργά προς το χερούλι της πόρτας ώσπου τα δάχτυλά μου να αγγίξουν το κρύο μέταλλο. Άρχισα να μετράω αντίστροφα από μέσα μου.
10…9…8… έσφιξα δυνατότερα τα δάχτυλά μου, 7…6…5… έσφιξα τα δόντια μου, 4...έκλεισα τα μάτια μου, 3…2…1…
Ένας δυνατός ήχος σπασίματος με έκανε να τρομάξω χάνοντας για λίγο την επαφή μου με το χερούλι. Στην άκρη του παραθύρου μπόρεσα μετά βίας να διακρίνω ένα ράγισμα. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από φόβο και δυσπιστία. Το ράγισμα απλωνόταν ταχύτατα κατά μήκος του παραθύρου. Όρμισα μπροστά πιέζοντας δυνατά με τα χέρια μου κόντρα στο τζάμι σε μια προσπάθεια να αποτρέψω το ράγισμα να επεκταθεί κι άλλο, αλλά μάταια. Η ρωγμή στο τζάμι συνέχιζε να απλώνεται, με κίνδυνο αυτό να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή. Σε δευτερόλεπτα το τζάμι έγινε χίλια κομμάτια αφήνοντας το δέρμα μου εκτεθειμένο στην πηκτή, μαύρη ουσία, προκαλώντας μου τον πιο φριχτό πόνο. Καθώς η μαύρη ουσία με σκέπαζε, η όραση μου χάθηκε ξανά.


Ξύπνησα στην ασφάλεια του κρεβατιού μου. Αλαφιασμένη κοίταξα το ρολόι δίπλα μου που έδειχνε 6:30 ΑΜ.
«Όνειρο…»
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα προς το παράθυρο. Έβρεχε. Ανασήκωσα τα φρύδια παραξενεμένη μα συνάμα ανακουφισμένη.
Και ενώ ήμουν έτοιμη να γυρίσω στο κρεβάτι να συνεχίσω τον ύπνο μου, την προσοχή μου τράβηξε μια μικρή μαύρη κουκκίδα που χτύπησε στο τζάμι…

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2015

Μπλε γραμμή.



Από τη συμμετοχή μου στη νέα δράση του ιστότοπου τοβιβλιο.net με θέμα "Τίτλος...σπουδής".


Η Πηνελόπη Ζαφειροπούλου είναι ιδρυτικό μέλος του συλλόγου προστασίας ανύπανδρων μητέρων «Εδώ για σένα». Έχοντας βιώσει και η ίδια την εγκατάλειψη από τον σύντροφο της στην πιο σημαντική περίοδο της ζωής της, εκείνη της εγκυμοσύνης, μεγαλώνοντας με πολλούς αγώνες τη μοναχοκόρη της χωρίς να έχει βοήθεια από κανέναν, ορκίστηκε πως μόλις θα στεκόταν στα πόδια της, θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην βιώσει καμιά άλλη μέλλουσα μαμά αυτά που βίωσε η ίδια. Σήμερα που συμπληρώνονται δέκα χρόνια λειτουργίας του συλλόγου, θα δεχτεί την επίσκεψη μιας νέας μαμάς η οποία θα καταθέσει τη δική της ιστορία. Είχαν μιλήσει πριν τρεις μέρες στο τηλέφωνο, όταν με λυγμούς είχε καλέσει για υποστήριξη. Και φυσικά δεν της αρνήθηκε να έρθει στο σύλλογο βοηθώντας την με τον όμορφο τρόπο που μόνο εκείνη γνώριζε, χωρίς να θελήσει να μάθει τίποτε παραπάνω.
«Περάστε», απάντησε η Πηνελόπη στον διστακτικό χτύπο που ακούστηκε στην πόρτα του γραφείου της. Η πόρτα άνοιξε και πίσω της εμφανίστηκε μια όμορφη, νεαρή κοπέλα, γύρω στα τριάντα, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αγοράκι ενός περίπου έτους.
«Καλημέρα», την καλωσόρισε θερμά, επιχειρώντας να μετριάσει τη συστολή της νεαρής κοπέλας.
«Καλημέρα σας, κυρία Ζαφειροπούλου», αποκρίθηκε δειλά εκείνη.
«Η Ελευθερία, σωστά; Κάθισε», την παρότρυνε τείνοντας το χέρι της προς την καρέκλα που βρίσκονταν μπροστά από το γραφείο.
«Πρώτα απ’ όλα θέλω να νοιώσεις άνετα και πως θα μοιραστείς μαζί μας όλα αυτά που εσύ νομίζεις ότι είναι απαραίτητα, εντάξει;»
Η Ελευθερία κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Πριν πάμε να συναντήσουμε και τις υπόλοιπες μαμάδες που φιλοξενούνται εδώ, θα ήθελα να μου πεις κάποιες πληροφορίες για να σε καταχωρίσω στο σύστημα. Το όνομά και την ημερομηνία γέννησης σου».
«Ελευθερία Κοσμοπούλου, 12/10/1984».
«Το όνομα του μικρού και πότε γεννήθηκε.»
«01/10/2013».
Σταμάτησε. Η Πηνελόπη την κοίταξε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Είναι αβάπτιστος».
Η Πηνελόπη της χαμογέλασε. «Όλα θα γίνουν, θα δεις».
«Όλα εντάξει.», είπε μετά από λίγο. «Είσαι έτοιμη.»
Στην αίθουσα όπου μπήκαν, βρισκόντουσαν άλλες πέντε γυναίκες. Καθόντουσαν σε κύκλο και συζητούσαν χαμηλόφωνα.
«Κορίτσια, μαζευτήκαμε όλες σήμερα εδώ για να σας συστήσω μια νέα μαμά η οποία χρειάζεται τη βοήθεια και την υποστήριξή μας. Όλες μαζί θα της αποδείξουμε ότι δεν είναι μόνη και πως θα έχει την συμπαράστασή μας ώσπου να χτίσει νέες, πιο γερές βάσεις πάνω στις οποίες θα στηριχτεί η νέα της ζωή. Θα ακούσουμε με προσοχή όλα όσα έχει να μας πει και ύστερα θα κουβεντιάσουμε. Ελευθερία όποτε είσαι έτοιμη, ξεκινάς».
Η Ελευθερία τις κοίταξε όλες μία προς μία και ξεκίνησε.
«Ονομάζομαι Ελευθερία Κοσμοπούλου και είμαι 30 ετών. Είμαι μητέρα ενός αγοριού ενός έτους και σήμερα θα σας διηγηθώ την ιστορία μου. Σπούδασα αρχιτέκτονας και στάθηκα τυχερή βρίσκοντας αμέσως δουλειά και μάλιστα πάνω σε αυτό που αγαπούσα και σπούδασα. Εκεί γνώρισα και τον σύντροφό μου. Δικό του ήταν το αρχιτεκτονικό γραφείο. Άνθρωπος σοβαρός και αναγνωρισμένος στη δουλειά του. Πέρα του ότι διέθετε την γοητεία ενός σαραντάρη η οποία ήταν εμφανέστατη, είχε και όμορφο χαρακτήρα. Ευγενικός, καλοσυνάτος με όλους. Ο συνδυασμός αυτός με έκανε όχι μόνο να τον ερωτευτώ αλλά να το πάω και ένα βήμα παρά πέρα, πιστεύοντας ότι είναι ο άντρας της ζωής μου που θα μπορούσα να κάνω μαζί του οικογένεια. Ένα βράδυ την ώρα που κλείναμε, μου ζήτησε να βγούμε. Ξαφνιάστηκα. Δεν το σκέφτηκα πολύ και είπα αμέσως το ναι. Με σύντομες κουβέντες μου αποκάλυψε πως είναι ερωτευμένος μαζί μου και πως θα ήθελε πολύ να είμαστε μαζί. Δεν πίστευα ότι το ζούσα αυτό! Ο αρραβώνας μας δεν άργησε να έρθει και επιτόπου μετακόμισα στο σπίτι του. Τα επαγγελματικά του ταξίδια ήταν πολλά και εγώ τις περισσότερες φορές έμενα μόνη. Δεν με ένοιαζε. Τις φορές που ήταν εδώ δεν έλεγε ποτέ όχι σε διασκέδαση και αποδράσεις και ας ήταν κουρασμένος. Ήταν σαν όνειρο τόση ευτυχία! Ενόσω έλειπε σε ένα ακόμα ταξίδι, μαθαίνω πως ήμουν έγκυος. Ποτέ δεν πίστευα ότι μια τόση δα μπλε γραμμή, θα μου έδινε τόση συγκίνηση και χαρά! Με δυσκολία κρατιόμουν να μην του το πω από το τηλέφωνο.
Είχα τόση χαρά όταν επέστρεψε που ούτε που πρόσεξα ότι ήταν κάπως απόμακρος. Είναι απλά κουρασμένος, σκέφτηκα. Ευθύς του ανακοίνωσα την εγκυμοσύνη μου. Η απάντησή του έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Με λίγα λόγια μου είπε πως γνώρισε κάποια άλλη και πως το καλύτερο για μένα θα ήταν να ξεφορτωθώ αυτό το μωρό μιας που η απόφασή του να χωρίσουμε ήταν οριστική. Όλα σκοτείνιασαν γύρω μου. Σε μια στιγμή έμεινα χωρίς σύντροφο, άνεργη, χωρίς σπίτι και με το μωρό μου να απειλείται. Μάζεψα τα πράγματά μου και μετακόμισα στο πατρικό μου. Πέρασαν εφτά μήνες από τότε και το μόνο που με παρηγορούσε ήταν η κοιλιά μου που μεγάλωνε και εκείνα τα απαλά χτυπηματάκια που μου υπενθύμιζαν κάθε λεπτό ότι πήρα την σωστή απόφαση. Είχα συνηθίσει πια στην απουσία του.
Ένα μήνα μετά κρατούσα στην αγκαλιά μου αυτόν εδώ τον πρίγκιπα. Το ίδιο απόγευμα, έτσι ξαφνικά όπως εξαφανίστηκε, εμφανίστηκε στο μαιευτήριο με μια αγκαλιά λουλούδια και με ένα συγνώμη στα χείλη. Από τη μια οι ορμόνες μου που είχαν στήσει τρελό χορό, από την άλλη η αγάπη μου γι αυτόν, η δεύτερη ευκαιρία του δόθηκε επιτόπου. Πέρασαν έτσι έξι μήνες και όλα κυλούσαν πιο όμορφα από ποτέ. Σχεδιάζαμε τον γάμο και την βάφτιση όταν ξαφνικά ένα πρωί βρήκα στο κινητό του μήνυμα από κάποια άλλη. Του ζήτησα εξηγήσεις. Η σιωπή του τα μαρτύρησε όλα. Έφυγα από το σπίτι ξανά. Καλούσε στο τηλέφωνο και δεν απαντούσα. Ερχόταν από το πατρικό μου και δεν δεχόμουν να τον δω. Ζητούσε να δει το παιδί του και παρακαλούσε τη μητέρα μου να τον βοηθήσει να ξανακερδίσει τη μόνη γυναίκα που αγάπησε και το παιδί του. Δέχτηκα να τον ακούσω. Μου έλεγε πόσο μετάνιωσε, ότι δεν αντέχει χωρίς εμάς. Έκλαιγε και με εκλιπαρούσε. Και εγώ τον άκουσα και γύρισα. Έξι μήνες μετά έφτασε η μέρα του γάμου μας και η βάπτιση του μικρού. Όλα ήταν έτοιμα. Ξύπνησα και κατέβηκα για τις τελευταίες ετοιμασίες. Στο τραπέζι της κουζίνας βρήκα ένα σημείωμα: «Λυπάμαι για όλα ,αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Μη μου κρατήσεις κακία…». Δεν έτρεξε ούτε ένα δάκρυ. Δεν είχα άλλα, είχαν στερέψει. Αποφάσισα να μην επιστρέψω στους γονείς μου και άλλαξα πόλη για να μην μπορέσει να με βρει. Γι’ αυτό ήρθα εδώ. Για να κάνω μια νέα αρχή»