Ρούλα Κόζη

Δευτέρα, Απριλίου 07, 2014

Ο απολογισμός.



                        (Για να μπείτε περισσότερο στο κλίμα, πατήστε αν θέλετε στο παραπάνω βίντεο...)


Ο χειμώνας εκείνο το βράδυ έδειξε για τα καλά το άσχημο πρόσωπο του. Ο αέρας φυσούσε από νωρίς το πρωί, μα από το απόγευμα και ύστερα λυσσομανούσε ασταμάτητα. Τα γυμνά κλαδιά των δέντρων παραδίνονταν αμαχητί και λύγιζαν ηττημένα πλέον κάτω από την αχόρταγη μανία του. Τα σκουπίδια του δρόμου είχαν στήσει και αυτά τον δικό τους χορό. Στροβιλίζονταν πότε στο έδαφος και πότε στον αέρα παρασυρόμενα και εκείνα από την ανεξέλεγκτη δίνη. Η βροχή έπεφτε δυνατή και ανελέητη, μαστιγώνοντας τον δρόμο, τα σπίτια, τα αυτοκίνητα και τους λιγοστούς περαστικούς που βάδιζαν γοργά με σκυμμένα κεφάλια για να προστατευτούν από την ορμή της, μιας που οι ομπρέλες τους είχαν χάσει τον ρόλο τους καθώς ο αέρας τις είχε γυρίσει ανάποδα.
Με τρεμάμενο χέρι πιάνει άτσαλα το μακρόστενο κουτάκι και τραβάει έξω το τελευταίο τσιγάρο του. Το παίζει για λίγο ανάμεσα στα δάχτυλά του, το φέρνει αργά στα χείλη του και το αφήνει εκεί μετέωρο. Με μια αποφασιστική κίνηση σηκώθηκε από την καρέκλα και προχώρησε προς το παράθυρο. Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε αδιάφορα την παράσταση που έδινε η φύση. Η ξαφνική λάμψη της αστραπής και ο θόρυβος της βροντής που ακολούθησε, αφηρημένος όπως ήταν, τον έκαναν να επιστρέψει στην πραγματικότητα και στο γραφείο του. Έψαξε για τον αναπτήρα του. Τον βρήκε και επιτέλους άναψε το τσιγάρο που τόση ώρα ταλαιπωρούσε στα χείλη του. Τράβηξε μια γερή τζούρα και αμέσως άφησε ελεύθερο τον καπνό-ποτέ δεν έμαθε να καπνίζει σωστά- να βγει από τα χείλη του κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμα πιο πνιγερή από τον καπνό που είχε ήδη συσσωρευτεί στο μικρό δωμάτιο που χρησιμοποιούσε ως γραφείο.
Έσκυψε πάνω από τη γραφομηχανή του. Τι λόξα και αυτή! Θα αναρωτιόταν κάποιος: Μα υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που επιμένουν να γράφουν σε γραφομηχανή; Και όμως υπάρχει εκείνος. Ανένδοτος να αγοράσει ηλεκτρονικό υπολογιστή και να περάσει έτσι στην εποχή της τεχνολογίας, θεωρεί πως οι υπολογιστές μόνο χαζολόγημα μπορούν να προσφέρουν ενώ η γραφομηχανή έχει ως μοναδικό σκοπό την γραφή. Δεν υπάρχουν περιθώρια για απροσεξίες και λάθη, καθώς ένα λάθος και η σελίδα πρέπει να αντικατασταθεί με νέα και το κείμενο να γραφτεί από την αρχή. Αυτό τον ενδιέφερε πάντοτε. Να τοποθετήσει το χαρτί και να ξεκινήσει το γράψιμο. Ο χτύπος των πλήκτρων της γραφομηχανής από μόνος τού του γεννά ιδέες. Και αυτό του προκαλεί ηδονή. Πνευματική. Γιατί μόνο αυτή επέλεξε να βιώσει στη ζωή του, καθώς ως άνθρωπος των τεχνών και των γραμμάτων κρατώντας δήθεν τα ηνία της «πνευματικότητας» θεωρούσε πως μόνο έτσι θα έφτανε στην πλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξής του. Έρμαιο της ματαιοδοξίας; Ή μήπως κάτι άλλο τον έσπρωξε σ’ αυτόν τον δρόμο; Το αποτέλεσμα είναι ότι έφτασε τελικά στην απελπισία, στην απομόνωση και την μοναξιά.
Ζάρωσε στην καρέκλα του. Κοιτούσε και ξανακοιτούσε το λευκό χαρτί. Μα τι είχε πάθει τον τελευταίο καιρό; Πώς γίνεται να στέρεψε ξαφνικά από ιδέες; Δεν είχε τίποτε πια να πει; Καμιά ιστορία ανείπωτη που να του τριβολίζει το μυαλό;
Σηκώθηκε από την καρέκλα του, έσβησε το μισοτελειωμένο τσιγάρο, φόρεσε το φθαρμένο καφετί του παλτό και άνοιξε την πόρτα. Αμέσως ακούστηκε η χειμαρρώδης ροή του νερού που κατρακυλούσε στον δρόμο και στα τρύπια λούκια των πολυκατοικιών. Του άρεσε αυτός ο ήχος. Όπως του αρέσει και η βροχή που πέφτει ανελέητη στο πρόσωπό του. Βάδισε αρκετή ώρα κόντρα στον δυνατό αέρα με το κεφάλι ψηλά. Έφτασε στο πάρκο και στο μισοσκόταδο προσπάθησε να εντοπίσει κάποιο παγκάκι. Βρήκε ένα παλιό και ξεχαρβαλωμένο στο χρώμα του ξεφτισμένου ξύλου. Τι ειρωνεία! Κάπως έτσι δεν είναι και η ζωή του; Τα παγκάκια στέκουν εκεί παντός καιρού, έτοιμα να δεχτούν κάθε ανθρώπινη ιστορία. Και έχουν πολλές ιστορίες να διηγηθούν. Είναι το λιμάνι κάθε βασανισμένης ψυχής. Κάθονται πάνω τους και ο λυγμός τους επιτέλους ξεσπά. 
Έτσι ξέσπασε και ο δικός του. Τα μάτια του αμέσως θόλωσαν από τα δάκρυα που άρχισαν να τρέχουν ασυγκράτητα. Αν τύχαινε να περάσει κάποιος διαβάτης ούτε που θα το αντιλαμβανόταν έτσι όπως είχαν ενωθεί με τις χοντρές σταγόνες της βροχής. Ο απολογισμός μιας ολόκληρης ζωής μόλις άρχισε. Κάθε που ο κεραυνός έσχιζε τον ουράνιο θόλο στα δυο, ξεπρόβαλε απ τη ρωγμή και μια δική του ανάμνηση. 
Ξαφνικά ένοιωσε το σώμα του πιο ανάλαφρο. Σαν η βαριά ψυχή του να έσπασε τις αλυσίδες της και να αποκολλήθηκε από αυτό. Είδε από ψηλά το σώμα του να κείτεται ρημαγμένο στο παγκάκι. Μα το ταξίδι της ψυχής του είχε πια ξεκινήσει. Πέρασε πάνω από πολλές πολιτείες, πλανήθηκε στα μέρη που μεγάλωσε και που τόσο άπονα άφησε πίσω του επειδή δεν είχαν να του δώσουν αυτό που ονειρευόταν. Είδε τον εαυτό του παλικάρι να μαθητεύει στο πανεπιστήμιο. Η μοναξιά από τότε τον συντρόφευε.
Οι αναμνήσεις του εναλλάσσονταν, όπως και οι εποχές. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας. Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε ξανά και είδε τον εαυτό του σαν έναν ώριμο άνδρα γύρω στα τριάντα. Πλάι του μια συνομήλικη γυναίκα. Τα μαλλιά της, πιασμένα σε έναν σινιόν κότσο, είχαν το χρώμα του κεχριμπαριού. Κάθονταν απέναντι ο ένας στον άλλον μα τα πρόσωπά τους δεν πρόδιδαν χαρά. Ήταν μελαγχολικά. Η ψυχή του βάρυνε κι άλλο στο αντίκρισμα αυτής της σκηνής. Πόση θλίψη… Στα δικά του μάτια παρέμενε όμορφη και δροσερή παρά την βαριά ασθένεια που της ρουφούσε μέρα με την μέρα την ζωή. Η επόμενη χρονιά τον βρήκε μόνο. Η ζωή του φέρθηκε σκληρά, αφού πήρε από κοντά του το μόνο πλάσμα στο οποίο μπόρεσε να δώσει αγάπη. Έτσι πήρε την απόφαση να πορευτεί μόνος. Γύρισε την πλάτη στη ζωή και τις απολαύσεις της.
Αναμνήσεις, αναμνήσεις, αναμνήσεις… Ολόκληρη η ζωή του πέρασε μπροστά από τα μάτια του σαν ένα κινηματογραφικό φιλμ. 
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε επιτέλους. Ένας νεαρός άνδρας μιλούσε σαστισμένος στο κινητό του. Μόλις είχε βρει το άψυχο σώμα πάνω στο παγκάκι. Βρεγμένο μέχρι το κόκκαλο και άκαμπτο. Σε λίγο ακούστηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου.
-«Αχ βρε γέρο μου», είπε με παράπονο ο νεαρός που κουβαλούσε το φορείο. «Τι την ήθελες την βόλτα με τέτοιο παλιόκαιρο;».
Μόνο το παγκάκι γνώριζε την αλήθεια και την κράτησε επτασφράγιστο μυστικό. Ένα απαλό αεράκι φύσηξε ξαφνικά. Ήταν η ψυχή του, ελεύθερη πια να αιωρείται ασταμάτητα τυλιγμένη στα πέπλα της αιωνιότητας...