Ρούλα Κόζη

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 20, 2015

Με λένε...βροχή.




Από τη συμμετοχή μου στη νέα δράση του ιστότοπου tovivlio.net, με τίτλο "Τίτλος...σπουδής".

Καθόμουν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, κοιτάζοντας αδιάφορα έξω από το παράθυρο που με χώριζε μόλις λίγα εκατοστά από τις αμέτρητες σταγόνες της βροχής που έπεφταν πάνω του. Τα σκούρα σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό είχαν δώσει στην ατμόσφαιρα εκείνη τη χαρακτηριστική γκρι απόχρωση.
-«Αυτή η βροχή φαίνεται να ήρθε από το πουθενά, ε;», μονολόγησε η φίλη μου τη στιγμή που άρχισε να γίνεται εντονότερη.
Έγειρα πίσω το κεφάλι και συγκεντρώθηκα στον σταθερό μεταλλικό ήχο που έβγαζε η βροχή καθώς έπεφτε στην οροφή του αυτοκινήτου. Από μικρή αγαπούσα τη βροχή. Μεγαλωμένη καθώς ήμουν στην ύπαιθρο, κάθε που έβρεχε, έβγαινα έξω με την αδερφή μου και παίζαμε και το βράδυ αποκοιμιόμουν με τον ήχο της. Αυτή η βροχή όμως ήταν διαφορετική. Ίσως να έφταιγε το ότι βρισκόμουν στην πόλη πλέον, αλλά σαν να την ένοιωθα να πέφτει βίαιη κατά κάποιο τρόπο. Γύρισα ξανά το κεφάλι μου προς το παράθυρο και έμεινα να παρακολουθώ την κυρία στο απέναντι πεζοδρόμιο να προσπαθεί μάταια να κρατήσει την ομπρέλα της σταθερή κάτω από την ορμή του αέρα και της μανιασμένης βροχής. Η φίλη μου από την άλλη αφήνει έναν αναστεναγμό απελπισίας καθώς λόγο του καιρού το μποτιλιάρισμα είναι μεγάλο και έτσι θα αναγκαζόμασταν να παραμείνουμε στο ίδιο σημείο για αρκετή ώρα.
Άρχισα να παρατηρώ καλύτερα τις σταγόνες τις βροχής καθώς κατρακυλούσαν πάνω στο τζάμι. Κάτι σαν παιχνίδι. Προσπαθούσα να μαντέψω ποια από τις μικρές σταγόνες θα φτάσει πρώτη στο τέλος του παραθύρου. Τότε ήταν που πρόσεξα μια μικρή μαύρη πάνω στο παράθυρο.
«Ήταν εκεί πριν;», αναρωτήθηκα. Έμοιαζε να είναι κάτι σαν λεκές. Πώς δεν την πρόσεξα νωρίτερα; Πριν προλάβει να διαλυθεί το σύννεφο της σκέψης από το κεφάλι μου, ακόμα μία μεγαλύτερη άρχισε να γλιστράει στο τζάμι, αφήνοντας ένα μαύρο σαν από μελάνι ίχνος πίσω της.
«Μα τι στην ευχή είναι αυτό;», ψέλλισε η Καίτη καθώς ένα ζευγάρι μαύρες υδάτινες κουκκίδες έπεσαν στο παρμπρίζ.
«Μοιάζει σαν… σαν πίσσα … τι να πω;», τραύλισε. Κόλλησα το κεφάλι μου στο τζάμι κουνώντας το, δείχνοντας ότι συμφωνώ με την διαπίστωσή της. Κάμποσες ακόμα μελανές σταγόνες άρχισαν να κατρακυλούν στο τζάμι. Κοιτούσα γύρω μου τον δρόμο. Οι περαστικοί φαίνονταν πολύ απασχολημένοι στο να αποφύγουν την βροχή χωρίς έτσι να έχουν καταλάβει ότι οι σταγόνες της είναι μαύρες. Η Καίτη ενεργοποίησε τους υαλοκαθαριστήρες προσπαθώντας να τις διώξει από το τζάμι, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν τεράστιες μουτζούρες . Την ίδια στιγμή οι άνθρωποι που βρίσκονταν στον δρόμο άρχισαν να κοιτάζουν σαστισμένοι προς τον ουρανό, καθώς αντιλήφθηκαν τα βαριά κομμάτια λάσπης που έπεφταν στην υγρή άσφαλτο γύρω τους. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι έβγαιναν από τα αυτοκίνητά τους, κοιτώντας παραξενεμένοι προς τον μαύρο ουρανό.
«Θα βγω για λίγο έξω», μου αποκρίθηκε η Καίτη και αμέσως βγήκε από το αμάξι. Άνοιξε την ομπρέλα της και σε δευτερόλεπτα εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος του κόσμου που είχε σχηματιστεί. Ξαφνικά άρχισα να ακούω ουρλιαχτά. Και δυνατά, σπαρακτικά κλάματα να έρχονται από κάπου πίσω από το αμάξι. Αμέσως γυρίζω το κεφάλι μου να κοιτάξω από το πίσω τζάμι, μα δεν πρόλαβα αφού μεγάλες, κατάμαυρες, πηχτές σταγόνες βροχής άρχισαν να το καλύπτουν. Κοίταζα γύρω μου απεγνωσμένα, προσπαθώντας να δω κάτι που θα έκανε επιτέλους να καταλάβω τι συνέβαινε, μα η σχεδόν αδιαφανής μαύρη βροχή περιόριζε τόσο την όραση μου που το μόνο που μπορούσα να διακρίνω πια ήταν σιλουέτες ανθρώπων να προσπερνούν τρέχοντας. Το ένα ουρλιαχτό διαδεχόταν το άλλο. Σιγά-σιγά ο αέρας γέμισε με τις φωνές αμέτρητων ανθρώπων. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και κάλυψα τα αυτιά μου με τα χέρια μου. Η βροχή στο λεπτό έγινε δυνατότερη. Και όταν πίστεψα ότι έφτασε στο αποκορύφωμά της, εκείνη έγινε ισχυρότερη. Οι βίαιοι χτύποι της στην οροφή του αυτοκινήτου βοήθησαν να μην ακούω άλλο τα ατέλειωτα ουρλιαχτά. Εν μέσω όλου του χάους η σκέψη μου άρχισε να αφυπνίζεται. Γιατί συνέβαινε όλο αυτό; Και πού είναι η φίλη μου; Γιατί αργεί; Να ήταν μια από αυτές που ούρλιαζαν; Πίεσα τις παλάμες μου δυνατότερα στα αυτιά μου. Ήθελα μόνο να σταματήσω να ακούω όλα αυτά. Σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια γέμισα τους πνεύμονές μου με αέρα και φώναξα τόσο δυνατά που κάλυψα κάθε ήχο γύρω μου. Μετά από λίγο πρόσεξα ότι μόνο εγώ ακουγόμουν να ουρλιάζω. Σταμάτησα και άνοιξα τα μάτια μου, παρατηρώντας πως όλα τα παράθυρα του αυτοκινήτου ήταν καλυμμένα με αυτή την ουσία, και το μόνο φως που υπήρχε ήταν αυτό από τον αχνό φωτισμό που εξέπεμπαν τα λαμπάκια του πίνακα ενδείξεων του αυτοκινήτου. Ήταν πολύ παράξενο που καθόλου φως δεν έμπαινε από τα παράθυρα. Ήταν πράγματι τόσο αδιαπέραστη αυτή η ουσία; Αγγίζω με την παλάμη μου το τζάμι. Μια αφύσικη αίσθηση ψύχους διαπέρασε το κορμί μου κάνοντάς με να αναριγήσω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να ανοίξω την πόρτα; Η σκέψη ήταν δελεαστική, αλλά όσο κι αν ήθελα να ανακαλύψω τι συνέβαινε, ένα δυνατό αίσθημα φόβου με απέτρεπε από το να το κάνω. Τελικά πήρα την απόφαση. Θα άνοιγα την πόρτα με όποιο κόστος. Έτεινα το χέρι μου αργά προς το χερούλι της πόρτας ώσπου τα δάχτυλά μου να αγγίξουν το κρύο μέταλλο. Άρχισα να μετράω αντίστροφα από μέσα μου.
10…9…8… έσφιξα δυνατότερα τα δάχτυλά μου, 7…6…5… έσφιξα τα δόντια μου, 4...έκλεισα τα μάτια μου, 3…2…1…
Ένας δυνατός ήχος σπασίματος με έκανε να τρομάξω χάνοντας για λίγο την επαφή μου με το χερούλι. Στην άκρη του παραθύρου μπόρεσα μετά βίας να διακρίνω ένα ράγισμα. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από φόβο και δυσπιστία. Το ράγισμα απλωνόταν ταχύτατα κατά μήκος του παραθύρου. Όρμισα μπροστά πιέζοντας δυνατά με τα χέρια μου κόντρα στο τζάμι σε μια προσπάθεια να αποτρέψω το ράγισμα να επεκταθεί κι άλλο, αλλά μάταια. Η ρωγμή στο τζάμι συνέχιζε να απλώνεται, με κίνδυνο αυτό να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή. Σε δευτερόλεπτα το τζάμι έγινε χίλια κομμάτια αφήνοντας το δέρμα μου εκτεθειμένο στην πηκτή, μαύρη ουσία, προκαλώντας μου τον πιο φριχτό πόνο. Καθώς η μαύρη ουσία με σκέπαζε, η όραση μου χάθηκε ξανά.


Ξύπνησα στην ασφάλεια του κρεβατιού μου. Αλαφιασμένη κοίταξα το ρολόι δίπλα μου που έδειχνε 6:30 ΑΜ.
«Όνειρο…»
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα προς το παράθυρο. Έβρεχε. Ανασήκωσα τα φρύδια παραξενεμένη μα συνάμα ανακουφισμένη.
Και ενώ ήμουν έτοιμη να γυρίσω στο κρεβάτι να συνεχίσω τον ύπνο μου, την προσοχή μου τράβηξε μια μικρή μαύρη κουκκίδα που χτύπησε στο τζάμι…

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2015

Μπλε γραμμή.



Από τη συμμετοχή μου στη νέα δράση του ιστότοπου τοβιβλιο.net με θέμα "Τίτλος...σπουδής".


Η Πηνελόπη Ζαφειροπούλου είναι ιδρυτικό μέλος του συλλόγου προστασίας ανύπανδρων μητέρων «Εδώ για σένα». Έχοντας βιώσει και η ίδια την εγκατάλειψη από τον σύντροφο της στην πιο σημαντική περίοδο της ζωής της, εκείνη της εγκυμοσύνης, μεγαλώνοντας με πολλούς αγώνες τη μοναχοκόρη της χωρίς να έχει βοήθεια από κανέναν, ορκίστηκε πως μόλις θα στεκόταν στα πόδια της, θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην βιώσει καμιά άλλη μέλλουσα μαμά αυτά που βίωσε η ίδια. Σήμερα που συμπληρώνονται δέκα χρόνια λειτουργίας του συλλόγου, θα δεχτεί την επίσκεψη μιας νέας μαμάς η οποία θα καταθέσει τη δική της ιστορία. Είχαν μιλήσει πριν τρεις μέρες στο τηλέφωνο, όταν με λυγμούς είχε καλέσει για υποστήριξη. Και φυσικά δεν της αρνήθηκε να έρθει στο σύλλογο βοηθώντας την με τον όμορφο τρόπο που μόνο εκείνη γνώριζε, χωρίς να θελήσει να μάθει τίποτε παραπάνω.
«Περάστε», απάντησε η Πηνελόπη στον διστακτικό χτύπο που ακούστηκε στην πόρτα του γραφείου της. Η πόρτα άνοιξε και πίσω της εμφανίστηκε μια όμορφη, νεαρή κοπέλα, γύρω στα τριάντα, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αγοράκι ενός περίπου έτους.
«Καλημέρα», την καλωσόρισε θερμά, επιχειρώντας να μετριάσει τη συστολή της νεαρής κοπέλας.
«Καλημέρα σας, κυρία Ζαφειροπούλου», αποκρίθηκε δειλά εκείνη.
«Η Ελευθερία, σωστά; Κάθισε», την παρότρυνε τείνοντας το χέρι της προς την καρέκλα που βρίσκονταν μπροστά από το γραφείο.
«Πρώτα απ’ όλα θέλω να νοιώσεις άνετα και πως θα μοιραστείς μαζί μας όλα αυτά που εσύ νομίζεις ότι είναι απαραίτητα, εντάξει;»
Η Ελευθερία κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Πριν πάμε να συναντήσουμε και τις υπόλοιπες μαμάδες που φιλοξενούνται εδώ, θα ήθελα να μου πεις κάποιες πληροφορίες για να σε καταχωρίσω στο σύστημα. Το όνομά και την ημερομηνία γέννησης σου».
«Ελευθερία Κοσμοπούλου, 12/10/1984».
«Το όνομα του μικρού και πότε γεννήθηκε.»
«01/10/2013».
Σταμάτησε. Η Πηνελόπη την κοίταξε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Είναι αβάπτιστος».
Η Πηνελόπη της χαμογέλασε. «Όλα θα γίνουν, θα δεις».
«Όλα εντάξει.», είπε μετά από λίγο. «Είσαι έτοιμη.»
Στην αίθουσα όπου μπήκαν, βρισκόντουσαν άλλες πέντε γυναίκες. Καθόντουσαν σε κύκλο και συζητούσαν χαμηλόφωνα.
«Κορίτσια, μαζευτήκαμε όλες σήμερα εδώ για να σας συστήσω μια νέα μαμά η οποία χρειάζεται τη βοήθεια και την υποστήριξή μας. Όλες μαζί θα της αποδείξουμε ότι δεν είναι μόνη και πως θα έχει την συμπαράστασή μας ώσπου να χτίσει νέες, πιο γερές βάσεις πάνω στις οποίες θα στηριχτεί η νέα της ζωή. Θα ακούσουμε με προσοχή όλα όσα έχει να μας πει και ύστερα θα κουβεντιάσουμε. Ελευθερία όποτε είσαι έτοιμη, ξεκινάς».
Η Ελευθερία τις κοίταξε όλες μία προς μία και ξεκίνησε.
«Ονομάζομαι Ελευθερία Κοσμοπούλου και είμαι 30 ετών. Είμαι μητέρα ενός αγοριού ενός έτους και σήμερα θα σας διηγηθώ την ιστορία μου. Σπούδασα αρχιτέκτονας και στάθηκα τυχερή βρίσκοντας αμέσως δουλειά και μάλιστα πάνω σε αυτό που αγαπούσα και σπούδασα. Εκεί γνώρισα και τον σύντροφό μου. Δικό του ήταν το αρχιτεκτονικό γραφείο. Άνθρωπος σοβαρός και αναγνωρισμένος στη δουλειά του. Πέρα του ότι διέθετε την γοητεία ενός σαραντάρη η οποία ήταν εμφανέστατη, είχε και όμορφο χαρακτήρα. Ευγενικός, καλοσυνάτος με όλους. Ο συνδυασμός αυτός με έκανε όχι μόνο να τον ερωτευτώ αλλά να το πάω και ένα βήμα παρά πέρα, πιστεύοντας ότι είναι ο άντρας της ζωής μου που θα μπορούσα να κάνω μαζί του οικογένεια. Ένα βράδυ την ώρα που κλείναμε, μου ζήτησε να βγούμε. Ξαφνιάστηκα. Δεν το σκέφτηκα πολύ και είπα αμέσως το ναι. Με σύντομες κουβέντες μου αποκάλυψε πως είναι ερωτευμένος μαζί μου και πως θα ήθελε πολύ να είμαστε μαζί. Δεν πίστευα ότι το ζούσα αυτό! Ο αρραβώνας μας δεν άργησε να έρθει και επιτόπου μετακόμισα στο σπίτι του. Τα επαγγελματικά του ταξίδια ήταν πολλά και εγώ τις περισσότερες φορές έμενα μόνη. Δεν με ένοιαζε. Τις φορές που ήταν εδώ δεν έλεγε ποτέ όχι σε διασκέδαση και αποδράσεις και ας ήταν κουρασμένος. Ήταν σαν όνειρο τόση ευτυχία! Ενόσω έλειπε σε ένα ακόμα ταξίδι, μαθαίνω πως ήμουν έγκυος. Ποτέ δεν πίστευα ότι μια τόση δα μπλε γραμμή, θα μου έδινε τόση συγκίνηση και χαρά! Με δυσκολία κρατιόμουν να μην του το πω από το τηλέφωνο.
Είχα τόση χαρά όταν επέστρεψε που ούτε που πρόσεξα ότι ήταν κάπως απόμακρος. Είναι απλά κουρασμένος, σκέφτηκα. Ευθύς του ανακοίνωσα την εγκυμοσύνη μου. Η απάντησή του έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Με λίγα λόγια μου είπε πως γνώρισε κάποια άλλη και πως το καλύτερο για μένα θα ήταν να ξεφορτωθώ αυτό το μωρό μιας που η απόφασή του να χωρίσουμε ήταν οριστική. Όλα σκοτείνιασαν γύρω μου. Σε μια στιγμή έμεινα χωρίς σύντροφο, άνεργη, χωρίς σπίτι και με το μωρό μου να απειλείται. Μάζεψα τα πράγματά μου και μετακόμισα στο πατρικό μου. Πέρασαν εφτά μήνες από τότε και το μόνο που με παρηγορούσε ήταν η κοιλιά μου που μεγάλωνε και εκείνα τα απαλά χτυπηματάκια που μου υπενθύμιζαν κάθε λεπτό ότι πήρα την σωστή απόφαση. Είχα συνηθίσει πια στην απουσία του.
Ένα μήνα μετά κρατούσα στην αγκαλιά μου αυτόν εδώ τον πρίγκιπα. Το ίδιο απόγευμα, έτσι ξαφνικά όπως εξαφανίστηκε, εμφανίστηκε στο μαιευτήριο με μια αγκαλιά λουλούδια και με ένα συγνώμη στα χείλη. Από τη μια οι ορμόνες μου που είχαν στήσει τρελό χορό, από την άλλη η αγάπη μου γι αυτόν, η δεύτερη ευκαιρία του δόθηκε επιτόπου. Πέρασαν έτσι έξι μήνες και όλα κυλούσαν πιο όμορφα από ποτέ. Σχεδιάζαμε τον γάμο και την βάφτιση όταν ξαφνικά ένα πρωί βρήκα στο κινητό του μήνυμα από κάποια άλλη. Του ζήτησα εξηγήσεις. Η σιωπή του τα μαρτύρησε όλα. Έφυγα από το σπίτι ξανά. Καλούσε στο τηλέφωνο και δεν απαντούσα. Ερχόταν από το πατρικό μου και δεν δεχόμουν να τον δω. Ζητούσε να δει το παιδί του και παρακαλούσε τη μητέρα μου να τον βοηθήσει να ξανακερδίσει τη μόνη γυναίκα που αγάπησε και το παιδί του. Δέχτηκα να τον ακούσω. Μου έλεγε πόσο μετάνιωσε, ότι δεν αντέχει χωρίς εμάς. Έκλαιγε και με εκλιπαρούσε. Και εγώ τον άκουσα και γύρισα. Έξι μήνες μετά έφτασε η μέρα του γάμου μας και η βάπτιση του μικρού. Όλα ήταν έτοιμα. Ξύπνησα και κατέβηκα για τις τελευταίες ετοιμασίες. Στο τραπέζι της κουζίνας βρήκα ένα σημείωμα: «Λυπάμαι για όλα ,αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Μη μου κρατήσεις κακία…». Δεν έτρεξε ούτε ένα δάκρυ. Δεν είχα άλλα, είχαν στερέψει. Αποφάσισα να μην επιστρέψω στους γονείς μου και άλλαξα πόλη για να μην μπορέσει να με βρει. Γι’ αυτό ήρθα εδώ. Για να κάνω μια νέα αρχή»