Ρούλα Κόζη

Κυριακή, Νοεμβρίου 14, 2021

Τεθλασμένη συχνότητα -Εισαγωγή


 Πηγή φωτογραφίας/έμπνευση για την ιστορία: Σίσσυ Λάλλου


 

Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί περισσότερο. Πήρε στα χέρια του το κινητό, άνοιξε τον χάρτη και πληκτρολόγησε αμέσως την πόλη. Αρκετά είχε εγκλωβιστεί σ΄αυτό σπίτι. Ήταν καιρός πια να φύγει και να αφήσει πίσω του ό,τι τον πόνεσε. Μετάβαση. Ο χάρτης κινείται προσπαθώντας να εντοπίσει την επιλεγμένη περιοχή. Ο δείκτης του χεριού του ταλαντεύεται πάνω από το κινητό. Κάνει τέσσερις-πέντε κύκλους και ύστερα το δάχτυλό του προσγειώνεται πάνω του. Φλώρινα. Πάτησε να δει την απόσταση από την Αθήνα και το τωρινό του σπίτι ως εκεί. Εξακόσια εικοσιπέντε χιλιόμετρα.

Το βλέμμα του στράφηκε προς το παράθυρο και τον συννεφιασμένο, μουντό αθηναϊκό ουρανό. Η βροχή ήταν προ των πυλών. Έτριψε τις παλάμες του σταυρωτά στα μπράτσα του. Ένιωσε να κρυώνει ξαφνικά. Σηκώθηκε και άναψε την θέρμανση. Γύρισε στο γραφείο του και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Έκανε μια γκριμάτσα απογοήτευσης. Ο καφές είχε παγώσει. Βαριόταν τόσο πολύ να πάει ως την κουζίνα να τον ζεστάνει. Έμεινε εκεί να χαζεύει το κενό. Έγειρε στην πλάτη της καρέκλας και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. Το ξανασκέφτηκε. Ξεφύσηξε. Τελικά σηκώθηκε και πήγε προς την κουζίνα.


                           ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Ένα μήνα μετά βρισκόταν στην εθνική οδό, που θα τον οδηγούσε στην γνώριμη από τα παιδικά του χρόνια πόλη. Πούλησε τα πάντα στο σπίτι και κράτησε μόνο προσωπικά αντικείμενα, όπως ρούχα, βιβλία, δίσκους και κάποια άλλα μικροπράγματα. Ήθελε με κάθε τρόπο να ξεφύγει από το παρελθόν, να κάνει μια νέα αρχή. Η χρονιά που μόλις είχε φύγει μα και η τωρινή έφερε αναστάτωση σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η υποχρεωτική καθήλωση μέσα στο σπίτι για τόσο μεγάλο διάστημα δεν του άρεσε καθόλου. Δεν μπορούσε να την δεχτεί. Όμως την υπέμεινε όπως όλοι. Τώρα όμως άρπαξε την ευκαιρία. Θα επιχειρούσε ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του.

Έτσι είναι η ζωή. Ένα άδειο βιβλίο. Σιγά-σιγά, μέρα με την ημέρα γεμίζουμε τις σελίδες του. Συνεχώς, αδιάκοπα. Ώσπου μια μέρα αναδύεται ο σε λανθάνουσα κατάσταση, μα πάντα παρόν φόβος της λευκής σελίδας, της απραξίας. Όπως στον συγγραφέα. Έτσι και στους υπόλοιπους έρχεται η στιγμή που όλα παγώνουν. Η αμφισβήτηση των δυνατοτήτων παίρνει τα ινία, ηγείται και δεν αφήνει περιθώρια καλυτέρευσης. Ώσπου ξαφνικά, έτσι όπως ήρθε, έτσι φεύγει. Και τότε όλα συνεχίζουν από εκεί που έμειναν. Ή μπορεί και από την αρχή. Τεντώνεις τα δάχτυλα, πιάνεις το μολύβι, τα πλήκτρα, άλλες φορές απαλά σαν να ήταν ευαίσθητες χορδές κιθάρας και άλλες φορές απότομα, βίαια, μεμιάς κυριευμένος από το πάθος να κερδίσεις τον χαμένο χρόνο και προχωράς. Έτσι και ο Δημήτρης. Διάλεξε το δεύτερο, άλλαξε τα πάντα, ξεκίνησε από την αρχή.

Το μόνο που κράτησε σταθερό ήταν η δουλειά του. Ευτυχώς για εκείνον ήταν από τις δουλειές που μπορούσαν να γίνουν από το σπίτι, με ένα μόνο εργαλείο, τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Έτσι, χωρίς το βάρος της εύρεσης νέας επαγγελματικής στέγης και μάλιστα τόσο κερδοφόρας, μπόρεσε να πάρει πιο εύκολα την απόφαση. Όσο για το σπίτι, μπόρεσε να το εντοπίσει μέσα στην πόλη και ας είχαν περάσει πάνω από τρεις δεκαετίες από την τελευταία φορά που το επισκέφτηκε. Παρέμενε ακατοίκητο όλα αυτά τα χρόνια ύστερα από τον θάνατο του παππού του. Ένα όμορφο, παλιό αρχοντικό σπίτι στην καρδιά της πόλης, από εκείνα τα σπίτια που στολίζουν ακόμα τις επαρχιακές πόλεις της χώρας μας. Μπόρεσε να βρει άκρη χωρίς να υποκύψει στις επανειλημμένες προτροπές ενός μεσίτη να νοικιάσει ένα πιο καινούριο σπίτι. Θες η ερημιά του, αν και μέσα στην πόλη; Θες η ηρεμία που του προκαλούσε όπως το έβλεπε στις φωτογραφίες; Πάντως το σπίτι τον τράβηξε ξανά κοντά του.

Η βόρεια Ελλάδα έχει μια σπάνια ομορφιά. Άγρια φύση, απαιτητική, μα ήταν βέβαιος ότι η επαφή μαζί της και η εγκατάλειψη της πολύβουης και μίζερης ελληνικής πρωτεύουσας θα του έκανε καλό. Ο πλοηγός του αυτοκινήτου τον ενημέρωσε ότι απέχει μόλις δύο λεπτά από τον τελικό προορισμό. Πάρκαρε ακριβώς απέξω και ξεφόρτωσε τα λιγοστά πράγματά του. Τα κλειδιά του σπιτιού τα είχε βρει φυλαγμένα σε ένα κασελάκι μαζί με άλλα πράγματα του πατέρα του και πολλές αρμαθιές κλειδιά. Ένα μικρό, ξεθωριασμένο ταμπελάκι μαρτυρούσε ότι βρήκε τα σωστά. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και θρονιάστηκε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά του. Ήταν αρκετά κουρασμένος από το πολύωρο ταξίδι. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στον χώρο. Ευτυχώς ήταν ακόμη μέρα, οπότε μπορούσε να δει καθαρά τον χώρο. Το ηλεκτρικό ήταν κομμένο τόσα χρόνια οπότε θα έπρεπε να μεριμνήσει άμεσα ώστε να το επαναφέρει. Μάζεψε κουράγιο και σηκώθηκε να κάνει ένα γύρο να εξερευνήσει. Το σπίτι ήταν δίπατο και μερικώς επιπλωμένο: ένας καναπές, μια πολυθρόνα, ένα τραπέζι με τις καρέκλες του, μια ηλεκτρική κουζίνα, ένα ψυγείο, μερικές κορνίζες διάσπαρτες στους τοίχους, βρώμικες κουρτίνες κρεμόντουσαν από τα μεγάλα παράθυρα. Όλα όπως τα είχε αφήσει ο παππούς του, όπως περίπου τα θυμόταν και εκείνος. Έβαλε τα χέρια στη μέση του. Το σπίτι ήθελε αρκετή δουλειά ώσπου να γίνει ξανά κατοικήσιμο. Η φθορά του χρόνου ήταν παραπάνω από εμφανής σε αρκετά σημεία, όμως είχε την όρεξη να το περιποιηθεί. Αύριο ξημέρωνε η πρώτη μέρα της δεκαήμερης άδειάς του. Ανέβηκε την ξύλινη σκάλα. Σε κάθε πάτημα τα ξύλα έτριζαν και άλλα αγκομαχούσαν να μη σπάσουν. Στον πάνω όροφο ήταν το μπάνιο και τρία υπνοδωμάτια, στο καθένα από τα οποία υπήρχε ένα κρεβάτι, ντουλάπες και καθρέφτες μισοσκεπασμένοι με λευκά σεντόνια. Υπήρχαν ακόμα στρωμένα στο πάτωμα χαλιά και παλιές, βαριές φλοκάτες.

Το σώμα του του έδινε τα πρώτα δείγματα εξάντλησης. Ξάπλωσε μπρούμυτα στο διπλό κρεβάτι που διέθετε το ένα από τα υπνοδωμάτια. Δεν θυμάται ξανά στη ζωή του να αποκοιμιέται τόσο γρήγορα.  




Συνεχίζεται...