Ρούλα Κόζη

Κυριακή, Νοεμβρίου 14, 2021

Τεθλασμένη συχνότητα -Εισαγωγή


 Πηγή φωτογραφίας/έμπνευση για την ιστορία: Σίσσυ Λάλλου


 

Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί περισσότερο. Πήρε στα χέρια του το κινητό, άνοιξε τον χάρτη και πληκτρολόγησε αμέσως την πόλη. Αρκετά είχε εγκλωβιστεί σ΄αυτό σπίτι. Ήταν καιρός πια να φύγει και να αφήσει πίσω του ό,τι τον πόνεσε. Μετάβαση. Ο χάρτης κινείται προσπαθώντας να εντοπίσει την επιλεγμένη περιοχή. Ο δείκτης του χεριού του ταλαντεύεται πάνω από το κινητό. Κάνει τέσσερις-πέντε κύκλους και ύστερα το δάχτυλό του προσγειώνεται πάνω του. Φλώρινα. Πάτησε να δει την απόσταση από την Αθήνα και το τωρινό του σπίτι ως εκεί. Εξακόσια εικοσιπέντε χιλιόμετρα.

Το βλέμμα του στράφηκε προς το παράθυρο και τον συννεφιασμένο, μουντό αθηναϊκό ουρανό. Η βροχή ήταν προ των πυλών. Έτριψε τις παλάμες του σταυρωτά στα μπράτσα του. Ένιωσε να κρυώνει ξαφνικά. Σηκώθηκε και άναψε την θέρμανση. Γύρισε στο γραφείο του και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Έκανε μια γκριμάτσα απογοήτευσης. Ο καφές είχε παγώσει. Βαριόταν τόσο πολύ να πάει ως την κουζίνα να τον ζεστάνει. Έμεινε εκεί να χαζεύει το κενό. Έγειρε στην πλάτη της καρέκλας και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. Το ξανασκέφτηκε. Ξεφύσηξε. Τελικά σηκώθηκε και πήγε προς την κουζίνα.


                           ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Ένα μήνα μετά βρισκόταν στην εθνική οδό, που θα τον οδηγούσε στην γνώριμη από τα παιδικά του χρόνια πόλη. Πούλησε τα πάντα στο σπίτι και κράτησε μόνο προσωπικά αντικείμενα, όπως ρούχα, βιβλία, δίσκους και κάποια άλλα μικροπράγματα. Ήθελε με κάθε τρόπο να ξεφύγει από το παρελθόν, να κάνει μια νέα αρχή. Η χρονιά που μόλις είχε φύγει μα και η τωρινή έφερε αναστάτωση σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η υποχρεωτική καθήλωση μέσα στο σπίτι για τόσο μεγάλο διάστημα δεν του άρεσε καθόλου. Δεν μπορούσε να την δεχτεί. Όμως την υπέμεινε όπως όλοι. Τώρα όμως άρπαξε την ευκαιρία. Θα επιχειρούσε ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του.

Έτσι είναι η ζωή. Ένα άδειο βιβλίο. Σιγά-σιγά, μέρα με την ημέρα γεμίζουμε τις σελίδες του. Συνεχώς, αδιάκοπα. Ώσπου μια μέρα αναδύεται ο σε λανθάνουσα κατάσταση, μα πάντα παρόν φόβος της λευκής σελίδας, της απραξίας. Όπως στον συγγραφέα. Έτσι και στους υπόλοιπους έρχεται η στιγμή που όλα παγώνουν. Η αμφισβήτηση των δυνατοτήτων παίρνει τα ινία, ηγείται και δεν αφήνει περιθώρια καλυτέρευσης. Ώσπου ξαφνικά, έτσι όπως ήρθε, έτσι φεύγει. Και τότε όλα συνεχίζουν από εκεί που έμειναν. Ή μπορεί και από την αρχή. Τεντώνεις τα δάχτυλα, πιάνεις το μολύβι, τα πλήκτρα, άλλες φορές απαλά σαν να ήταν ευαίσθητες χορδές κιθάρας και άλλες φορές απότομα, βίαια, μεμιάς κυριευμένος από το πάθος να κερδίσεις τον χαμένο χρόνο και προχωράς. Έτσι και ο Δημήτρης. Διάλεξε το δεύτερο, άλλαξε τα πάντα, ξεκίνησε από την αρχή.

Το μόνο που κράτησε σταθερό ήταν η δουλειά του. Ευτυχώς για εκείνον ήταν από τις δουλειές που μπορούσαν να γίνουν από το σπίτι, με ένα μόνο εργαλείο, τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Έτσι, χωρίς το βάρος της εύρεσης νέας επαγγελματικής στέγης και μάλιστα τόσο κερδοφόρας, μπόρεσε να πάρει πιο εύκολα την απόφαση. Όσο για το σπίτι, μπόρεσε να το εντοπίσει μέσα στην πόλη και ας είχαν περάσει πάνω από τρεις δεκαετίες από την τελευταία φορά που το επισκέφτηκε. Παρέμενε ακατοίκητο όλα αυτά τα χρόνια ύστερα από τον θάνατο του παππού του. Ένα όμορφο, παλιό αρχοντικό σπίτι στην καρδιά της πόλης, από εκείνα τα σπίτια που στολίζουν ακόμα τις επαρχιακές πόλεις της χώρας μας. Μπόρεσε να βρει άκρη χωρίς να υποκύψει στις επανειλημμένες προτροπές ενός μεσίτη να νοικιάσει ένα πιο καινούριο σπίτι. Θες η ερημιά του, αν και μέσα στην πόλη; Θες η ηρεμία που του προκαλούσε όπως το έβλεπε στις φωτογραφίες; Πάντως το σπίτι τον τράβηξε ξανά κοντά του.

Η βόρεια Ελλάδα έχει μια σπάνια ομορφιά. Άγρια φύση, απαιτητική, μα ήταν βέβαιος ότι η επαφή μαζί της και η εγκατάλειψη της πολύβουης και μίζερης ελληνικής πρωτεύουσας θα του έκανε καλό. Ο πλοηγός του αυτοκινήτου τον ενημέρωσε ότι απέχει μόλις δύο λεπτά από τον τελικό προορισμό. Πάρκαρε ακριβώς απέξω και ξεφόρτωσε τα λιγοστά πράγματά του. Τα κλειδιά του σπιτιού τα είχε βρει φυλαγμένα σε ένα κασελάκι μαζί με άλλα πράγματα του πατέρα του και πολλές αρμαθιές κλειδιά. Ένα μικρό, ξεθωριασμένο ταμπελάκι μαρτυρούσε ότι βρήκε τα σωστά. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και θρονιάστηκε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά του. Ήταν αρκετά κουρασμένος από το πολύωρο ταξίδι. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στον χώρο. Ευτυχώς ήταν ακόμη μέρα, οπότε μπορούσε να δει καθαρά τον χώρο. Το ηλεκτρικό ήταν κομμένο τόσα χρόνια οπότε θα έπρεπε να μεριμνήσει άμεσα ώστε να το επαναφέρει. Μάζεψε κουράγιο και σηκώθηκε να κάνει ένα γύρο να εξερευνήσει. Το σπίτι ήταν δίπατο και μερικώς επιπλωμένο: ένας καναπές, μια πολυθρόνα, ένα τραπέζι με τις καρέκλες του, μια ηλεκτρική κουζίνα, ένα ψυγείο, μερικές κορνίζες διάσπαρτες στους τοίχους, βρώμικες κουρτίνες κρεμόντουσαν από τα μεγάλα παράθυρα. Όλα όπως τα είχε αφήσει ο παππούς του, όπως περίπου τα θυμόταν και εκείνος. Έβαλε τα χέρια στη μέση του. Το σπίτι ήθελε αρκετή δουλειά ώσπου να γίνει ξανά κατοικήσιμο. Η φθορά του χρόνου ήταν παραπάνω από εμφανής σε αρκετά σημεία, όμως είχε την όρεξη να το περιποιηθεί. Αύριο ξημέρωνε η πρώτη μέρα της δεκαήμερης άδειάς του. Ανέβηκε την ξύλινη σκάλα. Σε κάθε πάτημα τα ξύλα έτριζαν και άλλα αγκομαχούσαν να μη σπάσουν. Στον πάνω όροφο ήταν το μπάνιο και τρία υπνοδωμάτια, στο καθένα από τα οποία υπήρχε ένα κρεβάτι, ντουλάπες και καθρέφτες μισοσκεπασμένοι με λευκά σεντόνια. Υπήρχαν ακόμα στρωμένα στο πάτωμα χαλιά και παλιές, βαριές φλοκάτες.

Το σώμα του του έδινε τα πρώτα δείγματα εξάντλησης. Ξάπλωσε μπρούμυτα στο διπλό κρεβάτι που διέθετε το ένα από τα υπνοδωμάτια. Δεν θυμάται ξανά στη ζωή του να αποκοιμιέται τόσο γρήγορα.  




Συνεχίζεται...

   

Δευτέρα, Απριλίου 20, 2020

Η εξιχνίαση-μέρος Β'(το τέλος)






Όλοι τώρα κοιτούν τον ιδιόρρυθμο Ιορδάνη. Η φράση του  αυτή είχε φέρει μια απέραντη σιωπή, γεμάτη όμως με αγωνία για το ποιος είναι τελικά ο ένοχος.  Έτσι όπως είχε πλέον η κατάσταση ολόκληρη η οικογένεια και ο Ανδρέας Λιγνάτης είναι ύποπτοι για τον φόνο του Θωμά Λεοντίδη.
«Λοιπόν,κύριε Τέλογλου, θα θέλατε να μας αποκαλύψετε τον ένοχο;», ακούγεται η φωνή του Γεράσιμου Δεμιράτου σπάζοντας την παρατεταμένη σιωπή.
Ο Ιορδάνης τους κοιτάζει όλους έναν προς έναν.  Ίσως και να το διασκεδάζει όλο αυτό.  Να τους βλέπει όλους μαγκωμένους να περιμένουν να ακούσουν αυτό που έχει να πει.
«Το άτομο που πυροβόλησε και σκότωσε το θύμα, είναι ο ίδιος!», λέει αποφασιστικά.

Τη θέση της απόλυτης σιωπής καταλαμβάνει τώρα ένα έντονο βουητό, σαν να βρίσκονται σε μελίσσι. Η δήλωση του Ιορδάνη ήταν αναμενόμενο ότι θα έφερνε αναστάτωση. Ο Ιορδάνης σηκώνει τα χέρια και προσπαθεί να ηρεμήσει τους παρευρισκόμενους.
«Ξέρω, ξέρω…αλλά ακούστε με πρώτα. Ο ίδιος ο αστυνόμος Δεμιράτος μας ενημέρωσε νωρίτερα ότι το θύμα πυροβολήθηκε στο κεφάλι από απόσταση εξήντα περίπου  εκατοστών. Έτσι δεν είναι κύριε, αστυνόμε;».
Ο αναφερόμενος αρκέστηκε σε ένα καταφατικό νεύμα του κεφαλιού του. Ο Ιορδάνης συνεχίζει.
«Ας υποθέσουμε πως κρατάτε ένα όπλο στα χέρια σας και στραμμένο προς το πρόσωπό σας. Ας υποθέσουμε ότι θα πατούσατε την σκανδάλη με τον αντίχειρα.  Η απόσταση, λοιπόν, που χωρίζει το πρόσωπό σας από την άκρη  της κάννης είναι πάνω-κάτω εξήντα εκατοστά». Ο Ιορδάνης σταματά και τους κοιτάζει.  Όλοι προσποιούνται πως κρατούν ένα όπλο στα χέρια τους στραμμένο προς το πρόσωπό τους προσπαθώντας να υπολογίσουν την απόσταση. Ο Ιορδάνης χαμόγελα ευχαριστημένος με την εξέλιξη.
«Ναι, είναι περίπου τόση η απόσταση.  Αυτό όμως δεν αποδεικνύει ότι το έκανε ο ίδιος»,ακούγεται η φωνή του ανώτερου αστυνομικού.
Ο Ιορδάνης τον ακούει από τη μπαλκονόπορτα. Ούτε λόγος να ξαναμπεί στο σπίτι.  Ψεκάζει με το αντισηπτικό σπρέι του και συνεχίζει χωρίς να σχολιάσει.
«Ας δούμε τώρα τον συναγερμό. Από μόνος του δεν λέει τίποτα, όμως πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι είχε  προγραμματιστεί να απενεργοποιηθεί λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα».
«Λίγο πριν τη συνάντηση του θύματος με τον συνεργάτη του»,αναφέρει ο Δεμιράτος.
Ο Ιορδάνης σηκώνει τον αντίχειρα προς τον αστυνομικό.
«Πολύ σωστά, όμως με μπερδεύει λιγάκι. Για ποιον λόγο να πάει στο κρεβάτι; Πλησίαζαν μεσάνυχτα, δεν ήταν υπερβολικά αργά.  Θα μπορούσε  να βρει ένα σωρό δικαιολογίες για να μείνει ξύπνιος στο σαλόνι . Το γεγονός ότι αποφάσισε  να ξαπλώσει και έθεσε και τον συναγερμό με αυτό το σύστημα, με οδηγεί στο να σκεφτώ ότι έτσι έπρεπε να γίνει για να δουλέψει όλο αυτό. Θα έπρεπε να είναι σίγουρος ότι θα τον ακούσουν, αφού η σύζυγός του παίρνει χάπια και η τηλεόραση στο υπνοδωμάτιο των πεθερικών είναι κάθε βράδυ αναμμένη. Έπρεπε να εξασφαλίσει ότι έστω η γυναίκα του θα ήταν ξύπνια την κατάλληλη στιγμή. Έτσι ενεργοποίησε τον συναγερμό με ένταση τόση ώστε να τον ακούσει ο ίδιος αλλά όχι η γυναίκα του ,ανέβηκε ως συνήθως να ξαπλώσει, προσποιήθηκε ότι κάτι άκουσέ και κατέβηκε να ελέγξει». Ο Ιορδάνης έκανε μια παύση.  Όλοι κρέμονται από τα χείλη του πλέον. Γυρίζει προς την σύζυγο του θύματος. 
«Κυρία Λεοντίδη, ο σύζυγός σας είχε κάποιο όπλο;».
«Ναι,είχε. Τρία», απαντά εκείνη βιαστικά.
«Θα μπορούσε όμως να έχει πρόσφατα αγοράσει κάποιο κρυφά από εσάς, ώστε να μη λείπει κάποιο από αυτά που ήδη γνωρίζετε ότι έχει», της απαντά.
«Μισό λεπτό…», ακούγεται ο αστυνόμος Δεμιράτος. «Το όπλο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή; Εδώ υπάρχει μια μεγάλη τρύπα στην θεωρία σας ,κύριε Τέλογλου. Πώς έκρυψε το όπλο ενώ αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι;»,τελείωσε την σκέψη του κοιτώντας τον με νόημα.
Ο Ιορδάνης δεν ταράζεται στιγμή. Είναι βέβαιος για την εγκυρότητα της θεωρία του και θα την αποδείξει στα επόμενα λεπτά.
«Και γι’ αυτό υπάρχει εξήγηση, αστυνόμε. Το να βάλει απλά τέλος στη ζωή του δεν θα απέδιδε καμία δικαιοσύνη.  Έπρεπε με κάθε τρόπο να στοχοποιηθούν  η γυναίκα του και ο συνεργάτης του. Έτσι του ήρθε η ιδέα για όλο το σχέδιο. Στην κουζίνα υπάρχει έναν κουβάρι σπάγκος. Δεν βρίσκεται στην θέση που θα έπρεπε να είναι.  Αυτό με την πρώτη ματιά δεν φαίνεται ύποπτο  όμως αν το ξανασκεφτεί κάποιος συμπεραίνει ότι είναι εκεί καθώς χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα. Αν προσθέσουμε σε αυτό ότι στην κουζίνα μέσα σε ένα μισοκλεισμένο συρτάρι βρέθηκε ένα ψαλίδι τότε αυτό στέκει ακόμα περισσότερο. Το θύμα στη μια άκρη του όπλου έδεσε ένα κομμάτι σπάγκο. Στην άλλη άκρη του σπάγκου…». Ο Ιορδάνης διακόπτει τον ειρμό  του. «Εδώ θέλω να δώσετε προσοχή! Είναι το καλύτερο σημείο!». Συνεχίζει βλέποντας ότι όλοι κρέμονται από τα χείλη του. «Στην άλλη άκρη του σπάγκου έδεσε ένα από εκείνα τα μεγάλα κόκαλα που συνηθίζει να δίνει στον σκύλο του και εκείνος λατρεύει να κρύβει. Το έχω δει αμέτρητες φορές να το κάνει. Και αυτό εξηγεί το μικρό κομματάκι κρέατος στο πάτωμα δίπλα στο πτώμα». Ο Ιορδάνης παίρνει μια βαθιά ανάσα και αφήνει τον αέρα να βγει με φορά απ' τα πνευμόνια του. «Θεωρώ πως το θύμα άφησε επίτηδες νηστικό και χωρίς νερό το σκύλο όλη την ημέρα ώστε να είναι βέβαιος ότι θα πέσει με τα μούτρα στο κόκκαλο,αλλά αυτό είναι μόνο μια θεωρία.  Γι' αυτό που είμαι σίγουρος και μπορώ να αποδείξω είναι ότι αυτοπυροβολήθηκε με ένα όπλο στο οποίο είχε δέσει ένα κόκκαλο. Όταν το όπλο έπεσε στο πάτωμα, ο σκύλος έγινε συνεργός του.  Άρπαξε το κόκκαλο μαζί με το όπλο, βγήκε από την μπαλκονόπορτα και έτρεξε μέσα στη νύχτα να το θάψει. Κι τέλος». 
Όλοι κοιτούν τον Ιορδάνη με το στόμα ανοιχτό. Η Λίζα με καμάρι.
«Να πάρει…αν όλο αυτό στέκει,τότε ίσως  το όπλο να είναι κάπου εκεί έξω », λέει ο αστυνόμος Δεμιράτος.
«Είναι εκεί έξω!», τονίζει ο Ιορδάνης δείχνοντας με τον δείκτη του το σκοτάδι έξω. «Και ξέρω πού ακριβώς είναι θαμμένο», προσθέτει. Το θύμα ήθελε να στοχοποιήσει τον συνεργάτη του καθώς έμαθε τι συνέβαινε πίσω από την πλάτη του. Έτσι τον ήθελε εδώ απόψε. Μόλις το άκουσε σχεδίασε έναν υποτιθέμενο διάλογο, φώναξε δυνατά το όνομα του και πάτησε την σκανδάλη. Το σκυλί πήρε ο όπλο, έκανε ότι έπρεπε και γύρισε όταν ακούστηκαν οι σειρήνες.  Κανένας δεν έδωσε σημασία σε ένα σκυλί. Και γιατί να το κάνει, άλλωστε;».


     Το όπλο βρέθηκε εκεί ακριβώς όπου υπέδειξε ο Ιορδάνης. Η αστυνομία ευχαρίστησε θερμά το ζευγάρι για τη συμμετοχή του στη λύση του μυστηρίου.  Καμία φορά θα πρέπει οι πολίτες να έχουν πιο ενεργό ρόλο. Μπορεί να μην είναι αστυνομικοί, είναι όμως παρατηρητικοί. Για το θύμα δεν υπάρχει γυρισμός, όμως απόψε σώθηκε ένας αθώος που  ίσως καταδικάζονταν άδικα για κάτι που δεν διέπραξε. Ο Ιορδάνης και η Λίζα γυρνούν πίσω στο σπίτι και τα παιδιά τους, ελπίζοντας όλο αυτό που ζουν να τελειώσει γρήγορα.



Κυριακή, Απριλίου 12, 2020

Η εξιχνίαση-Μέρος Α΄








Ημέρα καραντίνας: το μέτρημα έχει σταματήσει πλέον. Ή μάλλον για να το θέσω πιο σωστά, κάπου έχουμε χαθεί. Υπάρχουν πλέον ημέρες που πραγματικά δεν ξέρουμε ποια μέρα της εβδομάδας και του μήνα έχει ξημερώσει. Και αν ο φετινός βαρύς χειμώνας μας αποτρέπει να βγούμε έξω όσο συχνά θέλουμε, η εξάπλωση του ιού και τα υποχρεωτικά περιοριστικά μέτρα που έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση, έκαναν πλέον αυτήν την ιδέα ένα όνειρο απατηλό. Και κάπως έτσι βιώνει την παρούσα κατάσταση και η οικογένεια του Ιορδάνη. Ή μάλλον κάπως έτσι… Ποιος είναι αυτός; Για ρίξτε μια ματιά πιο κάτω και θα μάθετε.

            Ο Ιορδάνης είναι ένας οικογενειάρχης τριανταοκτώ ετών. Είναι παντρεμένος με τη Λίζα και έχουν αποκτήσει μαζί τρία παιδιά. Ο Ιορδάνης είναι ιδιοκτήτης καταστήματος με λευκά είδη. Με τη γυναίκα του γνωρίστηκαν πριν έντεκα χρόνια, όταν εκείνος είχε μόλις πάρει στα χέρια του το μαγαζί του πατέρα του. Ο έρωτας σφοδρός και έτσι ο γάμος δεν άργησε να γίνει. Εξίσου σύντομα ήρθε και το πρώτο παιδί, ο Γιάννης που τώρα είναι δέκα ετών. Ακολούθησαν ο Δημήτρης που είναι τώρα στα επτά και ο Μιχάλης που είναι τεσσάρων. Δεν ξέρω πώς είναι η ζωή με την οικογένειά σας μέσα σε αυτή τη παράλογη εποχή που ζούμε, πάντως σας διαβεβαιώνω πως η οικογένεια Τέλογλου έχοντας τέσσερα συνολικά παιδιά( ναι, για όσους το κατάλαβαν, και ο Ιορδάνης σαν παιδί κάνει) ζει αλησμόνητες στιγμές, καθώς ο συνδυασμός κλειστών εμπορικών καταστημάτων και σχολείων μπορεί να γίνει μια πολύ καλή δικαιολογία για τη Λίζα να προτιμήσει να εκτεθεί στον ιό παίρνοντας τους δρόμους, παρά να μείνει άλλο ένα εικοσιτετράωρο μαζί τους.
            Η ώρα λοιπόν είναι περασμένες έντεκα το βράδυ και στο Τελογλέικο λαμβάνει χώρα ρεσιτάλ ροκ μουσικής, με αποτέλεσμα ο εμπνευστής αυτής της ιδέας-ναι, ναι, αυτός που φαντάζεστε- να κυκλοφορεί χωρίς μπλούζα, βαμμένος στο στυλ γκλαμ ροκάδων της εποχής του ’70 με τη συνηθισμένη χωρίστρα στα μαλλιά του να έχει δώσει τη θέση της σε ένα λουκ που μόνο η επαφή με κάποια πρίζα θα μπορούσε να την αποδώσει και να τραγουδάει ανάλογα άσματα με τα δύο μεγαλύτερα τέκνα του να ακολουθούν κατά πόδας και τη Λίζα σε οριακό σημείο να πάθει νευρικό κλονισμό. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα έπιπλα άλλαξαν ξαφνικά θέση και τα μαξιλάρια του καναπέ τοποθετήθηκαν στην πάτωμα ως άλλη αυτοσχέδια πίστα.
Δεν του δίνω και άδικο. Αυτός ο εγκλεισμός έφερε στην επιφάνεια κομμάτια της προσωπικότητάς μας που δεν είχαν δει ποτέ το φως και που πιθανότατα είκοσι μέρες πριν αν κάποιος μας έλεγε πως έκανε κάτι ανάλογο, το λιγότερο θα ήταν να τον κοιτάμε κάπως λοξά, με επιφυλακτικότητα ή θα την κάναμε με ελαφρά πηδηματάκια από δίπλα του. Ο Μιχάλης, ο μοναδικός ντυμένος κάθεται στο ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητό του. Αν και είναι αργά και τα μάτια του έχουν βασιλέψει από ώρα, εκείνος παραμένει ανένδοτος να πάει στο κρεβάτι του. Ξαφνικά, ακούγεται το κουδούνι της πόρτας. Με μιας σταματούν όλοι ό,τι κάνουν. Με τις τελευταίες συνθήκες ο ήχος του δεν είχε ακουστεί για τουλάχιστον ένα εικοσαήμερο και τώρα δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν. Κοιτούν όλοι την πόρτα. Το κουδούνι της πόρτας ακούστηκε ξανά.
«Τι στο καλό είναι αυτό;», αναρωτιέται ο Ιορδάνης.
«Το κουδούνι…», απαντά η Λίζα εισπράττοντας ένα βλέμμα από εκείνον.
«Το ξέρω, αγάπη μου. Μα ποιος είναι, τέλος πάντων;»
Η Λίζα κατευθύνεται στην πόρτα ακροπατώντας.
«Χμ, μάλλον κάτι έπαθαν οι ακτίνες Χ μου σήμερα».
Ο Ιορδάνης γελάει. «Έχεις αναπτύξει αρκετά το καυστικό χιούμορ μου, βλέπω».
Τώρα είναι η σειρά της Λίζας να γελάσει. Ο Ιορδάνης κατευθύνεται και εκείνος προς την πόρτα. Κοιτάζει προσεκτικά από το ματάκι.
«Ποιος είναι;», ρωτάει δυνατά.
«Είσαι ο Τέλογλου με τα λευκά είδη;», αποκρίνεται ο άγνωστος άνδρας.
«Ναι, αυτός είμαι. Γιατί;».
«Άκου, φίλε, με λένε Ανδρέα Λιγνάτη. Μένω στην άλλη άκρη του δρόμου και…»
«Δεν ξέρω κανέναν με αυτό το όνομα», του απαντάει κοφτά ο Ιορδάνης.
«Μα σου είπα μένω…», προσπαθεί να εξηγήσει ο άγνωστος άνδρας.
«Και τι θα ήθελες;». Ο Ιορδάνης αυτή τη φορά προσπαθεί να φανεί ευγενικός. «Είναι αργά».
«Έχω ένα πρόβλημα. Ένα αληθινό πρόβλημα».
Στο βάθος ουρλιάζουν οι σειρήνες από αστυνομικά οχήματα. Ο Ιορδάνης τεντώνει περισσότερο το αυτί του σε μια προσπάθεια να επιβεβαιώσει ότι όντως ακούει σειρήνες από περιπολικά οχήματα.
«Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, φίλε, αλλά είμαστε όλοι σε καραντίνα τώρα, οπότε δεν…»
«Δεν είμαι άρρωστος», τον διέκοψε ο άνδρας. «Έγινε ένας φόνος…».
«Κάνε δέκα βήματα πίσω», του απάντησε ο Ιορδάνης πιάνοντας ταυτόχρονα το μπουκάλι με το σπιτικό αντισηπτικό που έχει φτιάξει.
Άλλος μπελάς και αυτός. Η εποχή αυτή είναι πραγματικά η καταλληλότερη για υποχόνδριους τύπους σαν τον Ιορδάνη. Βγάζει ασπροπρόσωπους όλους τους Παρθένους του πλανήτη με την μανιώδη ενασχόλησή του με την καθαριότητα και την απολύμανση. Και τώρα με όλη αυτή την κατάσταση ήρθε και έδεσε όλο αυτό. Επιβεβαιώνονται όλα όσα έλεγε τόσα χρόνια και όλοι τον κορόιδευαν. Έτσι, λοιπόν, με λίγο ψάξιμο στο διαδίκτυο βρήκε την κατάλληλη συνταγή για σπιτικό αντισηπτικό, μιας που στο εμπόριο έχει εξαντληθεί. Όπου σταθεί και όπου βρεθεί, δεν λείπει ποτέ από δίπλα του. Με το αντισηπτικό στο ένα χέρι και με το άλλο ελεύθερο ξεκλειδώνει και αρχίσει να ψεκάζει με μανία το χώρο μπροστά τους. Βγαίνουν και κλείνει αμέσως την πόρτα πίσω τους. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε αυτή τη στιγμή είναι να βγουν έξω τρέχοντας σκυλιά και παιδιά. Ο Ανδρέας Λιγνάτης βλέποντας αυτή τη σκηνή δεν προσπαθεί να πλησιάσει ούτε μισό βήμα. Από τη μία η ξαφνική επίθεση με το αντισηπτικό και από την άλλη η αλλόκοτη περιβολή του Ιορδάνη. Κοιτάζονται. Ο Ιορδάνης τον κοιτάζει με βλέμμα που φωνάζει « ναι, έτσι μ’ αρέσει να ντύνομαι».
 «Χρειάζομαι τη βοήθειά σας. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην αστυνομία», τους απάντησε σοβαρά.
Ο Ιορδάνης ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. Οι σειρήνες τώρα ακούγονται πιο δυνατά.
«Τι ακριβώς χρειάζεσαι, δηλαδή;», τον ρώτησε η Λίζα κοιτώντας ταυτόχρονα το ρολόι της. «Κοντεύει μεσάνυχτα».
Ο Ιορδάνης συνεχίζει να ψεκάζει τον αέρα γύρω τους και προς τον νυχτερινό επισκέπτη ανά τακτά διαστήματα.
«Ποιος δολοφονήθηκε;», ρωτάει με την ίδια διάθεση όπως πριν.
« Ο ιδιοκτήτης της βίλας στην άλλη γωνία», απάντησε ο Λιγνάτης.
«Νόμιζα ότι ήσουν εσύ αυτός», είπε απλά και άφησε μια ακόμα ριπή από το απολυμαντικό σπρέι.
«Όχι», είπε. «Σας είπα ψέματα και λυπάμαι γι΄ αυτό. Απλώς ήθελα να μου ανοίξετε την πόρτα και…». Παύση. «Πέρασα για να…».
«Πάρ' το όλο από την αρχή», του λέει απαλά η Λίζα για να τον ηρεμήσει.
«Και μη βήχεις!», προσθέτει με νόημα ο Ιορδάνης ψεκάζοντας μια γενναία δόση από το αντισηπτικό του προς τη μεριά του μυστήριου άνδρα. Ο ψηλόλιγνος, κομψός άνδρας παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεκινάει από την αρχή.
«Είχαμε επαγγελματικές συναναστροφές με τον Θωμά…», είπε σταθερά. «Θωμάς Λεοντίδης… είναι ο… το θύμα τέλος πάντων».
Το όνομα είναι γνωστό στον Ιορδάνη. Δεν γνωρίζονται όμως. Παρόλα αυτά τον πετύχαινε συχνά με τον σκύλο του στο δασάκι που χωρίζει τις περιουσίες τους. Του είχε κάνει εντύπωση που κάθε φορά ο σκύλος του έσκαβε κάτω από την ίδια βελανιδιά και έθαβε ένα μεγάλο κόκαλο. Νιώθει θλίψη στο άκουσμα ότι δολοφονήθηκε παρότι δεν τον ήξερε.

«Πώς πέθανε;», ρωτάει ο Ιορδάνης.
«Κάποιος τον πυροβόλησε στο κεφάλι».
«Όχι…», αναφώνησε έκπληκτη η Λίζα, καλύπτοντας με το χέρι της το στόμα της.
«Μη πιάνεις το πρόσωπό σου!», την μαλώνει ο Ιορδάνης ψεκάζοντάς της τα χέρια. Η μισή φράση καλύφθηκε από τις σειρήνες των περιπολικών που βρίσκονται λίγα μέτρα μακριά τους.
«Είναι στο σπίτι. Παρακαλώ, ελάτε μαζί μου», τους λέει απαλά ο Λιγνάτης.
«Γιατί; Εσύ τον πυροβόλησες;», αναρωτιέται ο Ιορδάνης.
«Μα φυσικά όχι!», διαμαρτύρεται ο άνδρας και η κομψή όψη του προσώπου του χάνεται για λίγο. «Όμως συνέβη κάτι που περιπλέκει τα πράγματα. Φώναξε το όνομά μου ακριβώς πριν τον πυροβολισμό».
Ο Ιορδάνης ρουθούνισε. «Και δηλαδή δεν το έκανες εσύ».
«Όχι. Πρέπει να με πιστέψετε. Προχωρούσα προς το σπίτι του όταν συνέβη. Πιστεύω ότι δεν με είχε δει καν».
Ο Ιορδάνης και η Λίζα τον κοιτάζουν δύσπιστα.
«Κοντεύουν μεσάνυχτα. Τι γύρευες εκεί τέτοια ώρα;», τον ρωτάει η Λίζα σε μια προσπάθεια να βρει κάτι χειροπιαστό να κρατηθεί και να τον πιστέψει. Ο Ανδρέας Λιγνάτης μένει σιωπηλός.
«Πρέπει να το παραδεχτείς, διάολε! Είναι πολύ παράξενο!», ούρλιαξε ο Ιορδάνης.
Μέσα από το σπίτι ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και αμέσως μετά η φωνή του Δημήτρη. « Είμαι ο Χαααααααλκ! Και είμαι ανίκητος!». Τα γαβγίσματα των σκυλιών συμπληρώνουν τον πανζουρλισμό που επικρατεί αυτή τη στιγμή μέσα στο σπίτι. Η Λίζα κουνάει αριστερά-δεξιά το κεφάλι της με το αίσθημα παραίτησης. Τα μάτια της κάνουν σβούρες. Τα κλείνει και προσπαθεί να μαζέψει όσο υπομονή της έχει μείνει διαθέσιμη. Ήλπιζε πως αυτή η καταραμένη καραντίνα θα κρατούσε μόνο δυο εβδομάδες. Ξεφυσά. Έξω από το σπίτι της οικογένειας Τέλογλου σταματάει ένα περιπολικό. Ο ήχος της σειρήνας είναι διαπεραστικός ώσπου παύει.
«Σκατά…», μονολόγησε μέσα από τα δόντια του ο Ανδρέας Λιγνάτης. Η ματιά του στρέφεται προς το έκπληκτο ζευγάρι.
«Σας παρακαλώ, πρέπει να με πιστέψετε. Δεν το έκανα εγώ… δεν ήμουν εγώ…»
«Ανδρέα Λιγνάτη…», ακούγεται η φωνή του ενός από τους δύο ένστολους.
«Σας παρακαλώ…», ικετεύει.
«Πλησιάστε, αστυνόμε. Αλλά κρατήστε απόσταση. Κρατήστε την απαιτούμενη απόσταση, παρακαλώ!». Τη φράση του συμπληρώνει ένα σύννεφο αντισηπτικού που σκόρπισε χωρίς φειδώ στον αέρα γύρω του. Το αστυνομικό όργανο πλησιάζει τόσο όσο πρέπει, μιας που η ιδέα ότι μπορεί να φάει στη μάπα μια όχι και τόσο ευκαταφρόνητη δόση αντισηπτικού δεν φάνταζε ονειρεμένη στο μυαλό του. Τόσο καιρό είχαν να αντιμετωπίσουν το έγκλημα και κάθε καρυδιάς καρύδι που το υπηρετεί. Τώρα έχουν να αντιμετωπίσουν και αυτούς. Αλλά πρώτη φορά στις τόσες μέρες της καραντίνας έβλεπε πολίτη να ψεκάζει γύρω του αντισηπτικό. Από μακριά και μέσα στο σκοτάδι ο αστυνομικός δεν είχε δει καθαρά τον Ιορδάνη. Πλησιάζοντας όμως έχει και εκείνος το βλέμμα «Θεέ και Κύριε, τι άλλο θα δω σε αυτή τη δουλειά;» με τον Ιορδάνη να του απαντά επίσης με το βλέμμα «τρέχει κάτι;». Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ κάνει τη δουλειά του.
«Κύριε Λιγνάτη, θα πρέπει να μας ακολουθήσετε», λέει αργά και σταθερά ο αστυνομικός.
Ο ύποπτος άνδρας παραμένει στη θέση του.
«Μη μας αναγκάσετε να το επαναλάβουμε, κύριε Λιγνάτη», συνεχίζει αφού δεν είδε κάποια αντίδραση.
«Ο κύριος Λιγνάτης είναι πελάτης μας», ακούστηκε η φωνή της Λίζας. «Θα μπορούσαμε να έρθουμε και εμείς;».
Ο δεύτερος αστυνομικός που τόση ώρα παραμένει σιωπηλός με ένα νεύμα προς τον συνάδελφό του, έδωσε την συγκατάθεσή του στο αίτημα της Λίζας.  Γνωρίζει καλά την οικογένεια Τέλογλου. Ξέρει πως δεν έχουν κάτι να κρύψουν. Η Λίζα έπειτα από μια σύντομη είσοδο στο σπίτι, βάζει υπεύθυνο τον μεγαλύτερο γιο της οικογένειας. Εξάλλου η απόσταση που θα τους χωρίζει είναι λιγότερο από διακόσια μέτρα. Ο Ιορδάνης αφού επιτέλους φόρεσε μια μπλούζα και ξέβγαλε το πρόσωπό του βιαστικά, έστρωσε όπως-όπως τα μαλλιά του και εξοπλίστηκε με μάσκα, γάντια μιας χρήσης και ένα δεύτερο μπουκάλι αντισηπτικό σπρέι. Ο αστυνόμος έκανε νόημα στο ζευγάρι να τον ακολουθήσουν στο περιπολικό. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος στον πλανήτη που θα μπορούσε να πείσει τον Ιορδάνη να χρησιμοποιήσει για τη μεταφορά του ένα αυτοκίνητο τόσο κοινόχρηστο όσο είναι ένα περιπολικό. Προτιμάει λοιπόν να πάει τρέχοντας παρά να μπει εκεί μέσα. Φτάνουν έξω από το τεράστιο σπίτι. Μια κορδέλα σήμανσης πρόχειρα τοποθετημένη οριοθετεί το σημείο μέχρι το οποίο μπορεί κάποιος να βαδίσει. Η μπαλκονόπορτα του σαλονιού παρά το κρύο είναι ορθάνοιχτη. Ο ύποπτος βρίσκεται ανάμεσα στους δύο αστυνομικούς και ακολουθούν ο Ιορδάνης και η Λίζα. Ο ένας από τους δύο αστυνομικούς τους επέτρεψε την είσοδο στο εσωτερικό του σπιτιού. Από ένα απ΄ τα δωμάτια του σπιτιού ακούγεται ένας σκύλος να γαβγίζει και οχλαγωγία από τους υπόλοιπους ένοικους του σπιτιού που είναι όλοι στο πόδι και μιλούν μεταξύ τους. Η Λίζα νιώθει σαν στο σπίτι της.  Και όχι με την καλή έννοια που το λέμε πάντα. Ο Ιορδάνης σοκάρετε με τον απότομο συνωστισμό και αποφασίζει να παραμείνει κάτω ακριβώς από το κούφωμα της μπαλκονόπορτας. Αν ήξερε ότι εν μέσω καραντίνας θα έπρεπε να συγχρωτιστεί με τόσο κόσμο και μάλιστα άγνωστο, θα είχε αφήσει τον τύπο να χτυπάει το κουδούνι ως τη Δευτέρα Παρουσία. Τώρα όμως είναι αργά. Μπήκε στο χορό και θα χορέψει. Ακόμα και με γάντια. Ταυτόχρονα τραβάει τη Λίζα κοντά του, η οποία προσπάθησε να μπει πιο μέσα στο σπίτι. Ένας ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας τους πλησιάζει.
«Τι θέλετε εσείς εδώ;», τους ρωτάει αγριεμένα.
Ο Γεράσιμος Δεμιράτος είναι πολύ αυστηρός αλλά και  πολύ δίκαιος αστυνομικός. Δεν του αρέσει όταν μπλέκονται στις υποθέσεις του.  Ψηλός, γεροδεμένος και ευθυτενής παρά τα πενηνταοκτώ του χρόνια υπηρετεί ακόμα το Σώμα με τον ίδιο ζήλο όπως την πρώτη ημέρα. Ο Ιορδάνης ανασηκώνει τους ώμους αδιάφορα και ψεκάζει τον αέρα ανάμεσα σε εκείνον και τον Δεμιράτο μόνο και μόνο επειδή ο τελευταίος κατέβασε τη μάσκα που φορούσε για να τους μιλήσει.
«Μα τι στο καλό κάνεις;», γάβγισε.
«Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε… έτσι δεν λένε;», του αντικρούει.
«Μα το έριξες ακριβώς μπροστά στα μάτια μου!», συνεχίζει στον ίδιο τόνο.
Πάλι το ίδιο ανασήκωμα των ώμων του. Μπροστά στην ασφάλεια του δεν λογαριάζει τίποτε. Στο μέσον του σαλονιού βρίσκεται το άψυχο σώμα του άτυχου Θωμά Λεοντίδη μουσκεμένο από μια λίμνη αίματος. Του ίδιου. Τον είχε δει αμέτρητες φορές να βγάζει βόλτα τον σκύλο του. Γεμάτος ζωή, χαρά και ενεργητικότητα. Τώρα όπως φαίνεται δεν έχει τίποτα από αυτά πάνω του. Ο αστυνομικός της ασφάλειας ρίχνει μια πιο προσεκτική ματιά στον Ιορδάνη. Κάτι παράξενο έβλεπε στο πρόσωπό του, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι.
            «Θα μπορούσατε να μας πείτε τι έχει συμβεί εδώ;», ρωτάει η Λίζα χαμογελώντας αν και το χαμόγελό της καλύπτεται από τη μάσκα.
Ο Δεμιράτος ρίχνει μια ματιά γύρω του για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να αποκαλύψει κάτι από αυτό που συνέβη. Καταλαβαίνει ότι δεν έχει τίποτα να χάσει και έτσι συμβουλεύεται το μπλοκάκι του και ξεκινάει να μιλά.
            «Το θύμα, ο Θωμάς Λεοντίδης κοιμάται στο δωμάτιό του στον επάνω όροφο. Ένας θόρυβος τον ξυπνά και κατεβαίνει αν ελέγξει. Βλέπει κάποιον και ύστερα δέχεται μια σφαίρα εξ’ επαφής στο κεφάλι.

«Εξ’ επαφής;», επανέλαβε ο Ιορδάνης.
«Ναι… όχι ακριβώς εξ’ επαφής, αλλά πάρα πολύ κοντά. Υπολογίζουμε ότι το όπλο είχε απόσταση περίπου εξήντα εκατοστά από το πρόσωπό του, κρίνοντας από την τρύπα και την έλλειψη καψίματος στο πρόσωπό του».
            «Κάποια ιδέα για το τι μπορεί να έγινε;». Η υπόθεση αρχίζει να εξάπτει την περιέργεια του Ιορδάνη. Ξαφνικά βρέθηκε να πρέπει να αποδείξει την αθωότητα ή την ενοχή ενός ανθρώπου άγνωστου σε εκείνον μέχρι πριν μία ώρα. Τι πιθανότητες υπήρχαν να συνέβαινε κάτι τέτοιο όταν όλοι βρίσκονται μέσα στα σπίτια τους; Ελάχιστες. Και τώρα αυτός βρίσκεται μπροστά σε μια υπόθεση που πρέπει να λυθεί.
            «Οι θεωρίες μας είναι πολλές», απάντησε ο αξιωματικός διακόπτοντας τις σκέψεις του Ιορδάνη.
Ο Δεμιράτος θεώρησε σωστό να περάσουν  χειροπέδες στον Ανδρέα Λιγνάτη. Παρά τις διαμαρτυρίες του, η απόφαση είναι τελειωτική.
            «Είναι η πρώτη φορά που τον βλέπουμε, κύριε αστυνόμε», ακούστηκε εντελώς φυσικά ο Ιορδάνης. «Εμφανίστηκε στο σπίτι μας πριν μισή ώρα περίπου». Το βλέμμα του επικεφαλής αστυνομικού  πέφτει αμέσως στη Λίζα, η οποία λίγα λεπτά νωρίτερα είχε ισχυριστεί ότι ο Ανδρέας Λιγνάτης είναι πελάτης τους. Η Λίζα έσκυψε το κεφάλι. Ο Δεμιράτος έξυσε το αξύριστο πιγούνι του. Φάνηκε να προσπέρασε τις δύο αντικρουόμενες πληροφορίες. Ο Ιορδάνης όμως δεν φάνηκε να προσπερνάει το γεγονός ότι ο αστυνομικός άγγιξε το πρόσωπό το πρόσωπό του.
«Είναι υπό κράτηση, προς το παρόν. Υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις στις οποίες θα πρέπει να μας απαντήσει με πρώτη τι στο καλό ήθελε τέτοια ώρα στο σπίτι του θύματος.
«Τι άλλα στοιχεία υπάρχουν;». Η περιέργεια του Ιορδάνη φούντωνε λεπτό το λεπτό.
«Υπάρχουν άλλα τρία άτομα μέσα στο σπίτι. Οι αναφορές τους όμως ταιριάζουν. Τίποτα δεν φαίνεται παράταιρο ή ύποπτο. Η γυναίκα του μας είπε ότι κοιμόντουσαν στο δωμάτιό τους στον επάνω όροφο όταν το θύμα κατέβηκε στο σαλόνι. Ισχυρίζεται πως τον άκουσε να φωνάζει το όνομα του Λιγνάτη. Και οι άλλοι δύο υποστήριξαν την ιστορία αυτή.
«Ποιοι είναι οι άλλοι δύο;», ρωτάει ο Ιορδάνης.
«Τα πεθερικά του».
«Ο δύστυχος…», αναστέναξε με καημό τραβώντας το βλέμμα της συζύγου του.
Ο Ιορδάνης την κοιτά με βλέμμα «γιατί, ψέματα είναι;». Ο αστυνομικός καταφέρνει να αποτρέψει έναν συζυγικό καυγά που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει, προσθέτοντας και άλλες λεπτομέρειες στην υπόθεση.
«Τα γερόντια ήταν ξύπνια λίγο πριν ακουστεί ο πυροβολισμός. Ο Θωμάς είπε κάτι αρκετά δυνατά ώστε να τους ξυπνήσει όλους, ύστερα φώναξε το όνομα του Λιγνάτη και ΜΠΑΜ! Έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπόρεσαν στο δωμάτιο της κόρης τους και την βρήκαν εκεί. Άρα δεν θα μπορούσε να είναι εκείνη που τράβηξε στην σκανδάλη».
«Σύμφωνα με τους γονείς της!», απαντούν ομόφωνα ο κύριος και η κυρία Τέλογλου.
Ο αξιωματικός ανασήκωσε τα φρύδια από την ταύτιση τόσο της άποψης όσο και της χρονικής στιγμής. «Ναι…σύμφωνα πάντα με εκείνους».
Την εμφάνισή του στην συντροφιά τους κάνει ο ένας από τους αστυνομικούς που ήταν νωρίτερα στο σπίτι του Ιορδάνη και της Λίζας. Δίπλα του βρίσκεται μια κυρία ντυμένη το νυχτικό της-σίγουρα δύο νούμερα μικρότερο- και με τη ρόμπα της πρόχειρα δεμένη. Είναι δεν είναι πατημένα εξήντα και όμως η περιβολή της δεν συμβαδίζει καθόλου με τη ηλικία της. Ο ανώτερος αξιωματικός την περιεργάζεται. Το βλέμμα του φωνάζει « τι άλλο θα δω απόψε σε αυτή τη γειτονιά;». Κάνει ένα νεύμα στον υφιστάμενό του δηλώνοντας ότι είναι έτοιμος να ακούσει.
«Η κυρία Μπέμπα Αδάμ είναι γειτόνισσα. Ισχυρίζεται ότι άκουσε τα πάντα».
«Μπέμπα…», αναφωνεί από μέσα του ο Δεμιράτος.
«Είναι αλήθεια», λέει αμέσως η Μπέμπα. Στο μεταξύ τραβάει ένα τσιγάρο από το πακέτο που έχει στην τσέπη της ρόμπας της. Με ένα μικρό στροβιλισμό στον αέρα ενημερώνει τους πάντες ότι θα το ανάψει θέλουν δεν θέλουν. Τους ενημερώνει ότι κάνει ένα κάθε βράδυ στο μπαλκόνι τα μεσάνυχτα λίγο πριν πέσει για ύπνο. Θα μπορούσαν βέβαια να ζήσουν και χωρίς αυτή την πληροφορία, όμως αυτό επιβεβαιώνει με κάποιο τρόπο ότι λέει την αλήθεια ή ότι τέλος πάντων υπάρχουν πολλές πιθανότητες να άκουσε ή να είδε κάτι. Ο Δεμιράτος με τη σιωπή του δίνει τη συγκατάθεσή του. Από μέσα του εύχεται όλο αυτό να τελειώσει σύντομα μπας και γλυτώσει από όλους αυτούς.
«Γαλήνη, ησυχία… τι άλλο θες για να το απολαύσεις;».
Η γειτόνισσα φαίνεται να ονειροπολεί, όμως δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο και ο Δεμιράτος με ένα βλέμμα του  την επαναφέρει στο τώρα και της κάνει ξεκάθαρο ότι πρέπει να ξεκινήσει άμεσα να τους λέει τι ξέρει. Φύσηξε τον καπνό και άνοιξε το στόμα της για να πει την πρώτη λέξη. Ο Ιορδάνης απομακρύνεται τρία-τέσσερα βήματα και ψεκάζει μια τεράστια ποσότητα αντισηπτικού σπρέι σε όλο το χώρο μπροστά του και κυρίως στην γειτόνισσα την οποία προφανώς θεωρεί σοβαρή πηγή μόλυνσης.
«ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΜΙΑ ΜΑΣΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ;», φωνάζει να τον ακούσουν όλοι.
«Δεν θέλω καμία από τις ανόητες μάσκες σας! Αρκετά με όλο αυτό!», απαντά προσβεβλημένη εκείνη.
Όλοι κοιτούν προς το μέρος που συμβαίνει ο παράλογος διάλογος. Η Λίζα βογκά από απόγνωση.
            «Θέλεις να μάθεις τι συνέβη ή όχι;», συνεχίζει ειρωνικά και παίρνει άλλη μια γερή τζούρα από το τσιγάρο της.
            «Σιωπή, όλοι σας!», ακούγεται η βροντερή φωνή του Δεμιράτου. Όλοι μαγκώνονται, μαζεύονται και σιωπούν. Κοιτάζονται ο ένας με τον άλλον. Τη σιωπή έσπασε ο ήχος από το σπρέι του Ιορδάνη τείνοντας μουλωχτά το χέρι του. Η Μπέμπα τραβάει ένα ακόμα τσιγάρο από το πακέτο της, παίρνει την πρώτη ρουφηξιά και βήχει. Ο Ιορδάνης σαν να τον τίναξε ηλεκτρικό ρεύμα ρίχνει ένα σάλτο προς τα πίσω και ταυτόχρονα σκορπάει όσο περισσότερο αντισηπτικό μπορεί προς το μέρος της.
«Τρελάθηκες, χριστιανέ μου;», του φωνάζει εξαγριωμένη. «Τσιγαρόβηχας είναι! Απλός τσιγαρόβηχας!» .
Ο Ιορδάνης τραβάει τη γυναίκα του από το χέρι και την κρύβει πίσω του. Η Μπέμπα αδιαφορώντας πλέον για τον παλαβιάρη, υποχόνδριο αρχίζει να λέει όσα είδε και άκουσε.
« Βγήκα για λίγο στο μπαλκόνι μου. Ήθελα να απολαύσω την ήσυχη βραδιά και να κάνω ένα τσιγάρο. Ξαφνικά ακούω τον Θωμά να φωνάζει δυνατά ένα όνομα. Και πραγματικά απόρησα. Τον άκουσα να φωνάζει δυνατά και καθαρά το όνομα Λιγνάτης και αμέσως μετά ακούστηκε ο πυροβολισμός. Δευτερόλεπτα μετά ακούω την μπαλκονόπορτα να ανοίγει και να κοπανάει ξανά και τα ξερόκλαδα του δρόμου σαν να τα πατούσε…σαν να τα παρέσερνε κάποιος». Προσπάθησα να δω καλύτερα, αλλά δυστυχώς ήταν πολύ σκοτεινά. Με την πρώτη ματιά ο Ανδρέας Λιγνάτης φαίνεται ο κύριος ύποπτος. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να έχει κρύψει το όπλο στη διαδρομή ανάμεσα στο σπίτι της οικογένειας Λεοντίδη και Τέλογλου. Όμως για μια στιγμή.
            «Κύριε Λιγνάτη;» ακούγεται η φωνή του Ιορδάνη. Ο ψηλόλιγνος νέος άνδρας στέκεται μπροστά από το τζάκι σκεπτικός. Τα χέρια του είναι δεμένα μπροστά.  «Πού βρίσκεται το αυτοκίνητό σας;», ακούστηκε ξανά.
«Στο σπίτι σας», απαντά ήρεμα εκείνος.
Ο Ιορδάνης τώρα γυρίζει προς το αξιωματικό. «Αυτό δεν ταιριάζει με αυτό που μας είπε η κυρία πριν», αποκρίνεται δείχνοντας με το κεφάλι την Μπέμπα. «Αν βγήκε τρέχοντας από το σπίτι και συνέχισε να τρέχει στον δρόμο, τότε πώς βρέθηκε το αυτοκίνητό του στο σπίτι μου;».
«Μπορεί να πάρκαρε το αυτοκίνητό του μακριά από το σπίτι του θύματος, έτσι ώστε να μην το δει κανείς», απαντά ο Δεμιράτος με ύφος έμπειρου αστυνομικού.
«Τότε γιατί ήρθε στο σπίτι μας…». Ο Ιορδάνης αφήνει μισή την πρότασή του. «Κυρία Αδάμ, μήπως τον είδατε…» Η γειτόνισσα κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Είναι αδύνατον να δω το οτιδήποτε από τόσο μακριά και μάλιστα μέσα στη νύχτα. «Μας υποχρέωσες…»,  φαίνεται να λέει από μέσα του ο Ιορδάνης. Ο Δεμιράτος ρίχνει μια ματιά γύρω του απευθυνόμενος προς όλους.
«Κάποιος φαίνεται πως δεν λέει ολόκληρη την ιστορία».
Η Λίζα παίρνει τον λόγο.
«Αστυνόμε, θα μπορούσαμε να κάτσουμε όλοι μαζί και να πιάσουμε την ιστορία από την αρχή».
Ο Δεμιράτος συμφωνεί. Όλοι παίρνουν θέση στους καναπέδες  και τις πολυθρόνες του σαλονιού τηρώντας τις αποστάσεις ασφαλείας που επιβάλλουν οι μέρες αυτές. Ή σχεδόν όλοι… Ο Ιορδάνης αυτοεξόριστος στέκεται έξω από την μπαλκονόπορτα ανένδοτος να περάσει πιο μέσα και με το σπρέι ανά χείρας έτοιμος να οπλίσει αν χρειαστεί. Η Λίζα έχει οπτική επαφή μαζί του. Με το βλέμμα της ερευνά το σπίτι. Τίποτα δεν φαίνεται να είναι έξω από τα συνηθισμένα. Τρίχες σκύλου καλύπτουν σημεία του καναπέ, τα δοχεία τροφής και νερού του σκύλου άδεια στο πάτωμα. Αμέσως σκέφτεται πως με την πρώτη ευκαιρία θα τα γεμίσει το δοχείο του νερού. Η μπαλκονόπορτα στην οποία στέκεται ο άνδρας της οδηγεί στο πλαϊνό κομμάτι της αυλής. Είναι μάλλον αδύνατον να χρησιμοποιηθεί για να μπει κάποιος επισκέπτης. Στο τραπεζάκι του σαλονιού είναι ένα τασάκι. Άδειο. Η πρώτη σκέψη της Λίζας είναι πού πετάει η Μπέμπα τη στάχτη από το τσιγάρο της.
            «Μια ματιά θα ρίξω μόνο», ακούγεται ξαφνικά.
Ο Δεμιράτος γελάει.
            «Και ποια νομίζεις ότι είσαι; Έχουμε ήδη κοιτάξει γύρω».
            «Είναι βέβαιη και δεν αμφισβητώ την δουλειά σας. Θέλω απλά να ρίξω μια ματιά. Δυο λεπτά θέλω μόνο».
Ο αξιωματικός κάτι μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του, όμως δεν δίνει συνέχεια. Κάνει νόημα στον Ιορδάνη να μπει μέσα και να την ακολουθήσει.  Εκείνος το σκέφτεται. Η Λίζα επιμένει με το βλέμμα. Ο Ιορδάνης αφού ψεκάσει δυο-τρεις φορές τον αέρα μπαίνει διστακτικά στο σπίτι.
            «Τι συμβαίνει;», τη ρωτάει διακριτικά.
            «Δεν ξέρω ακόμα. Έχω όμως μόνο δύο λεπτά και θέλω να με βοηθήσεις».
Το σπίτι έχει πολλά δωμάτια. Ο Ιορδάνης διαλέγει τυχαία μια πόρτα. Ψεκάζει καλά-καλά το πόμολο και με το χέρι τυλιγμένο στο τελείωμα της μπλούζας του το πιάνει και ανοίγει την πόρτα. Είναι η κουζίνα.  Προχωρούν για λίγο μέσα. Με μια γρήγορη ματιά αντιλαμβάνονται πως εκτός από μερικά πιάτα στον νεροχύτη και ένα κουβάρι σπάγκο πάνω στον πάγκο,  όλα τα υπόλοιπα είναι καθαρά και τακτοποιημένα. Μια φρυγανιέρα εκτός πρίζας, ένα κομμάτι ξύλο με κοφτερά μαχαίρια καρφωμένα πάνω του… τίποτα το παράξενο. Ένα ντουλάπι είναι ελαφρώς ανοιχτό. Με λυγισμένο τον δείκτη του χεριού της δίνει ώθηση και το ανοίγει λίγο περισσότερο. Ένα ψαλίδι και μια χαρτοταινία. Τα δύο λεπτά μόλις έληξαν. Ο Ιορδάνης της κάνει νόημα να βγουν έξω και να διατηρήσουν την κατάλληλη απόσταση από όλους μέσα στο σαλόνι. Από τη στιγμή που ήρθαν δεν έχουν ακουμπήσει το παραμικρό. Δεν θα το έκαναν λοιπόν τώρα.
            «Κύριε Λιγνάτη, ήρθε η ώρα να μας πείτε όλα όσα ξέρετε σχετικά με όλο αυτό. Ξεκινώντας, φυσικά, από τη στιγμή που αποφασίσατε να έρθετε εδώ τόσο αργά». Τώρα όλοι κοιτούν τη Λίζα. Είναι παράξενο που ο Δεμιράτος αφήνει τόσο πολύ να επέμβουν στη δουλειά του. Στέκεται σιωπηλός και περιμένει να δει που θα καταλήξει όλο αυτό απόψε. Ο Λιγνάτης γνέφει καταφατικά. 
            «Έτσι ήταν ο Θωμάς. Όταν ήθελε κάτι έπρεπε να γίνει αμέσως, αλλιώς χαλούσε τον κόσμο. Το ίδιο συνέβη και απόψε. Μου ζήτησε να έρθω στο σπίτι του καθώς ήθελε να με δει και δεν μπορούσε να περιμένει. Στις δώδεκα ακριβώς. Νταν!». Μικρή παύση.
«Δεν είχα ιδέα τι θα μπορούσε να είναι τόσο βιαστικό, αλλά…». Έξυσε το μάγουλό του.
«Σταμάτα να ξύνεσαι και πες μας!», ακούγεται ξαφνικά ο Ιορδάνης απ’ έξω.
«Να..», κομπιάζει. «Η Λένα, η γυναίκα του και εγώ…», ξεροκαταπίνει. Στο πρόσωπο του Ιορδάνη απλώνεται ένα πονηρό χαμόγελο.
«Βρε, βρε τι έχουμε εδώ…», λέει τρίβοντας τα χέρια του. «Και να φανταστώ ο αείμνηστος σας κατάλαβε».
«Δεν έχω ιδέα… δεν ξέρω καν αν με φώναξε εδώ απόψε γι’ αυτόν τον λόγο. Ίσως με κάλεσε εδώ να συζητήσουμε για δουλειές. Είχε συμβεί και στο παρελθόν να με καλέσει σπίτι του και να μιλήσουμε για δουλειές», απαντά ο βασικός ύποπτος.
«Σχεδόν μεσάνυχτα;», τον ρωτά δύσπιστα ο Ιορδάνης.
«Όχι.. όχι μεσάνυχτα…», απαντά αμήχανα.
Ο Ιορδάνης είναι έτοιμος να κάνει ένα βήμα και να μπει ξανά μέσα στο σπίτι. Το ξανασκέφτεται και μένει εκεί στη θέση του.
«Και μάλιστα τώρα που όλος ο πλανήτης είναι σε καραντίνα. Δεν σου έκανε εντύπωση;». Τώρα έχει πάρει φόρα. Έχοντας σχεδόν παραμερίσει τρεις αστυνομικούς της ασφάλειας, ο Ιορδάνης έχει ξεκινήσει τη δική του ανάκριση για να βρεθεί μια λύση σε αυτό τον μυστήριο φόνο.
«Ναι… μου έκανε. Όμως ο Θωμάς ήταν πάντα κάπως ιδιόρρυθμος. Και αν όντως ήθελε να μιλήσουμε για δουλείες, δεν είναι κάτι παράξενο, σωστά».
Ο Ιορδάνης τον κοιτάζει.
            «Ήταν πάντα τόσο ακριβής; Γιατί όπως ανέφερες, σου ζήτησε να είσαι στις δώδεκα ακριβώς εδώ».
            Ο συνομιλητής του γνέφει καταφατικά. «Πάντα».
            «Άρα δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο να σας πήρε μυρωδιά».
            «Είναι και αυτό πιθανό, δεν ξέρω ειλικρινά…». Παύση. «Τις προάλλες ήρθα σκαστός εδώ… πώς το λένε, κρυφά. Έλλειπε εκείνος».
Ο Ιορδάνης τον κοιτάζει έκπληκτος.
«Μα πόσο μακριά πίστευες ότι θα πήγαινε, ώστε να γλιστρήσεις εδώ μέσα κρυφά; Ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά!».
Η κορμοστασιά του κομψού άντρα ξαφνικά καμπουριάζει.
Ο Ιορδάνης στρέφει το βλέμμα του προς τη γυναίκα του θύματος. Αρκετά είχε μείνει στην απέξω τόση ώρα.
«Είναι αλήθεια όλα αυτά;», την ρωτάει κοφτά.
Η κυριά Λεοντίδη ντροπιασμένη απαντάει καταφατικά.
            «Πράγματι, έτσι έγιναν τα πράγματα. Όμως…όμως δεν τον σκοτώσαμε…Παίρνω όρκο», λέει με τρεμάμενη φωνή.
Ο Ιορδάνης ξεφύσησε.
«Όρκοι εραστών…». «Και πού είναι το όπλο;».
Σιωπή.
            «Όταν κατεβήκαμε κάτω δεν υπήρχε όπλο, σας το ορκ…»
Η φράση της μένει μισή καθώς όλα τα βλέμματα αυτή τη στιγμή είναι στραμμένα πάνω της.
«Και δεν το έκανα εγώ!», πετάγεται ο Λιγνάτης.
Ο Ιορδάνης μετά από αρκετή ώρα στρέφεται προς τον ανώτερο από τους τρεις αξιωματικό της ασφάλειας.
            «Ένα τεστ παραφίνης στο κύριο, παρακαλώ».
Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε μαζί μας τον εξοπλισμό, όμως είναι βέβαιο  ότι μόλις πάμε στο τμήμα θα γίνει και στους δυο», απαντά ο Δεμιράτος.
Ο Ιορδάνης φαίνεται να καλύπτεται από την απάντηση όμως ο Δεμιράτος συνεχίζει.
            «Εκτός και αν φορούσε γάντια», προσθέτει. «Τότε δυστυχώς…»
«Οπότε, λοιπόν, για να συνοψίσουμε έχουμε και λέμε. Αγνοείται το όπλο του φόνου και ίσως ένα ζευγάρι γάντια», παίρνει τον λόγο ξανά ο Ιορδάνης και ταυτόχρονα αποφασίζει να περάσεις το εσωτερικό του σπιτιού πρώτα απολυμάνει τον αέρα μπροστά του με μια γερή δόση αντισηπτικού σπρέι.
Όλοι τον κοιτούν μπαϊλντισμένοι. Εκείνος δεν τους δίνει την παραμικρή σημασία και συνεχίσει.
            «Δεν υπήρχε όπλο», ακούστηκε για πρώτη φορά ο πατέρας της Λένας Λεοντίδη. «Μπορώ να σας το υποσχεθώ αυτό».
«Το όνομά σας, κύριε;», ρωτάει ήρεμα ο Δεμιράτος.
«Ονομάζομαι Ιάκωβος Ανωμερίτης. Από εδώ είναι η σύζυγός μου η Ελευθερία. Βρισκόμασταν όλοι στον επάνω όροφο όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός. Φυσικά και δεν υποστηρίζω τη στάση της θυγατέρας μου σχετικά με αυτή τη σχέση, όμως σας διαβεβαιώνω ότι δεν το έκανε εκείνη. Κατευθυνόμασταν και οι δύο στο δωμάτιό της και συναντηθήκαμε στις σκάλες την ώρα που και εκείνη έτρεχε να κατέβει. Δεν υπήρχε όπλο». Ο πεθερός του θύματος σιωπά τόσο απότομα όσο ξεκίνησε να μιλάει. Ο Ιορδάνης τον παρατηρεί.
            «Τι έπαθε το χέρι σας», τον ρωτά.
Ένα μικρό κόψιμο στην άκρη του παράμεσου δακτύλου δεν του πέρασε αδιάφορο. Ακόμα και από την απαιτούμενη απόσταση ασφαλείας λόγω καραντίνας εκείνος το πρόσεξε.
            «Ορίστε;», έκανε ξαφνιασμένος κοιτώντας τα χέρια του. «Α! Δεν ξέρω. Με όλη αυτή την αναστάτωση, κάπου θα το έκοψα. Μεγάλος άνθρωπος είμαι, συμβαίνουν αυτά».
Ο Ιορδάνης τον κοιτάζει επίμονα. Ξέρει ότι η έντονη οπτική επαφή με κάποιον είναι πιθανό να αποκαλύψει την ενοχή του.
            «Κοίτα», του λέει. «Κάποιος πυροβόλησε τον γαμπρό μου, αυτό είναι βέβαιο.». Ρίχνει φευγαλέα ματιά στο πτώμα. Τα μάτια του Ιορδάνη ακολουθούν ακούσια την ίδια πορεία. «Όμως δεν ήταν η κόρη μου!».
Όλοι τώρα κοιτούν τον πρώην συνεργάτη του θύματος.
«Πόσες φορές θα σας το πω, επιτέλους; Δεν ήμουν εγώ!».
«Αυτός το έκανε», πετάγεται η Λένα.
«Τι; Λέει ψέματα!», ουρλιάζει εκείνος.
«Τότε γιατί είσαι εδώ; Ποιος άλλος θα μπορούσε να το έχει κάνει;».
«Εσείς! Όλοι σας! Όλοι είστε το ίδιο ύποπτοι με εμένα!».
«Αηδίες!»
«Σταματήστε όλοι, αμέσως!», ακούγεται μπαϊλντισμένος ο Δεμιράτος.
«Κυρία Αδάμ», ακούγεται τώρα πιο ήρεμος ο αξιωματικός.
«Είστε βέβαιη πως ακούσατε καθαρά το θύμα να φωνάζει το όνομα Λιγνάτης;».
«Δεν υπήρξα ποτέ άλλοτε τόσο σίγουρη, κύριε αστυνόμε. Είμαι απόλυτα βέβαιη πως άκουσα αυτό το όνομα». Η Μπέμπα καπνίζει ασταμάτητα από την ώρα που μπήκε. Η απορία για το πού ρίχνει τόση ώρα τις στάχτες ακόμα υπάρχει.
«Η υπόθεση έκλεισε», ακούγεται ξανά ο Δεμιράτος. «Ανδρέα Λιγνάτη, συλλαμβάνεσαι για τον φόνο του συνεργάτη σου Θωμά Λεοντίδη. Και εσείς κυρία Λεοντίδη θα πρέπει να μας ακολουθήσετε. Νομίζω πως μαζί το σχεδιάσατε όλο αυτό».
            «Καμία υπόθεση δεν έκλεισε κύριε αστυνόμε», ακούγεται ο Ιορδάνης.
            «Τι εννοείται, κύριε Τέλογλου;», του απαντά.
            «Ο κύριος Λιγνάτης βρέθηκε στο κατώφλι τους σπιτιού μας ζητώντας βοήθεια».
            «Και λοιπόν;»
            «Ποιος ένοχος θα το έκανε αυτό; Κανονικά θα έπρεπε ύστερα από αυτό να εξαφανιστεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε ελπίζοντας να μην τον έχει δει κανείς».
            «Και τι θέλετε, λοιπόν, κύριε Τέλογλου;»
            «Δεν φεύγει κανείς ώσπου να ξεκαθαριστεί η υπόθεση».
            «Μα τι είναι αυτά που λέτε!», ακούγεται πιο επιθετική η φωνή του Δεμιράτου.      «Κάτι δεν κολλάει εδώ. Και είναι δουλειά σας να το ανακαλύψετε. Πριν να είναι αργά».
Ο Δεμιράτος το κοιτάζει.
            «Αν πάρετε μια βιαστική απόφαση, ίσως μείνει πίσω ο πραγματικός ένοχος, καλύπτοντας μια για πάντα τα ίχνη και τα στοιχεία της ενοχής του».
Ο Δεμιράτος ξύνει τα αξύριστα μάγουλά του.
            «Έστω. Ας το ερευνήσουμε λιγάκι ακόμα. Όμως αν αποδειχτεί ότι θύτες είναι αυτοί οι δύο, θα κατηγορηθείτε για παρεμπόδιση καθήκοντος».
Ο Ιορδάνης γνέφει θετικά.
            «Ορίστε, λοιπόν, σας ακούμε».
Ο Ιορδάνης δεν χάνει καθόλου χρόνο.
            «Κυρία Αδάμ, έρχεστε συχνά εδώ;», ρωτάει τη Μπέμπα.
Εκείνη αφού παίρνει πρώτα μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο της του απαντάει. « Κάποιες φορές, ναι. Δεν ξέρω τι εννοείς όταν λες συχνά».
«Η Μπέμπα είναι συνέχεια στο σπίτι μας. Πάντα θα βρει κάτι να ζητήσει από τον άντρα μου», πετάγεται η Λένα.
Η Μπέμπα προσπερνάει τα δηλητηριώδη λόγια της.
            «Ο άντρας μου έχει πεθάνει χρόνια τώρα. Και αυτό το ξέρει η οικογένεια Λεοντίδη. Πάντα εκείνος διόρθωνε τις βλάβες στο σπίτι. Τώρα ποιος θα το κάνει; Εγώ δεν ξέρω από αυτά και το σπίτι είναι παλιό, συνέχεια χρειάζεται κάτι», τα είπε όλα μονοκοπανιά και τράβηξε άλλη μια γερή τζούρα.
            «Κυρία Λεοντίδη, γνωρίζατε ότι ο άντρας σας βρισκόταν στον κάτω πάτωμα εκείνη την ώρα;».
            «Ναι, φυσικά. Μου είπε ότι νόμιζε πως άκουσε έναν θόρυβο. Κάποιος διαρρήκτης ίσως. Του είπα όμως ότι από τη στιγμή που ο σκύλος μας δεν γάβγισε, μάλλον ήταν η ιδέα του. Όπως θα έχετε παρατηρήσει όλοι ο Λεό δεν έχει σταματήσει στιγμή να γαβγίζει, μιας που για εκείνον είστε όλοι άγνωστοι. Αν όντως ο Θωμάς είχε ακούσει κάτι, το μόνο λογικό είναι να ήταν οι γονείς μου. Εκείνος όμως επέμενε ότι δεν ήταν εκείνοι και κατέβηκε στο κάτω πάτωμα. Εγώ παρέμεινα στο κρεβάτι μας. Παίρνω ένα χάπι το βράδυ και δεν είχα καμία όρεξη να αρχίσω να ψάχνω για κάτι που νόμιζε ότι άκουσε ο άντρας μου στον ύπνο του».
            «Άρα, δεν σας ξύπνησε ο θόρυβος;», ρωτάει η Λίζα που τόση ώρα στεκόταν σιωπηλή.
«Όχι. Εκείνος με ξύπνησε. Με ταρακουνούσε ώσπου να ξυπνήσω. Το χάπι που παίρνω είναι τόσο δυνατό που μπορώ να κοιμηθώ και ας βαρούν κανόνια έξω. Ειλικρινά…».
            «Παρόλα αυτά τον ακούσατε να φωνάζει το όνομα του συνεργάτη του», πετάγεται ο Ιορδάνης.
Η Λένα ξεσπά σε κλάματα. «Το ξέρω ότι αυτό με κάνει ύποπτη, αλλά πιστέψτε με δεν το έκανα εγώ. Δεν είχα κανένα απολύτως σχέδιο εξόντωσης του άντρα μου. Πρέπει να με πιστέψετε…». Κάθεται άτσαλα πάνω στον καναπέ. Το πρόσωπό της κρύβεται ανάμεσα στα χέρια της.
Ο Ιορδάνης στέκεται σκεπτικός. Μια σκέψη περνάει από το μυαλό του, αλλά αποφασίζει να την κρατήσει για εκείνον. Το θύμα ίσως παγιδεύτηκε. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος βρίσκεται υπό την απειλή όπλου εξαναγκάζεται να πει ό,τι που ζητηθεί, σωστά;
            Ο Ιορδάνης ακριβώς μπροστά από την μπαλκονόπορτα φωνάζει:
            «Είπατε ότι ο σκύλος σας δεν γάβγισε».
            Η Λένα τον επιβεβαιώνει.
            «Μου λέτε ότι ο ίδιος σκύλος που δεν έχει βγάλει τον σκασμό όλη αυτή την ώρα, δεν γάβγισε εκείνη τη στιγμή;».
            «Ναι, είναι υπερπροστατευτική», του απαντά εκείνη.
Στο μυαλό του Ιορδάνη πλάθονται σενάρια.
            «Πού κοιμάται συνήθως το βράδυ;»
            «Σ’ αυτόν εδώ τον καναπέ. Στο σημείο που κάθομαι εγώ αυτή τη στιγμή. Της έχουμε κρεβάτι, μα αρνείται να το χρησιμοποιήσει. Παραιτηθήκαμε από την προσπάθεια να την πείσουμε. Στην αρχή κοιμόταν μαζί μας στο κρεβάτι, όμως έπιανε πολύ χώρο. Έτσι αυτό ήταν ένας συμβιβασμός και από τις δυο πλευρές».
            «Ακολουθήστε με όλοι έξω!», ζητάει επιτακτικά ο Ιορδάνης.
Δεν του δίνουν σημασία όμως εκείνος επιμένει. «Κάντε ό,τι σας λέω μπας και βρούμε μια άκρη και γυρίσουμε στα σπίτια μας».  Ένας-ένας βγαίνει από την μπαλκονόπορτα στην αυλή. Ο Ιορδάνης τους αφήνει χώρο να περάσουν. Μόλις περνάει και ο τελευταίος ψεκάζει μια βαρβάτη δόση αντισηπτικό και περνάει από μέσα της.
«Κυρία Λεοντίδη, τώρα που βρισκόμαστε όλοι έξω θα ήθελα να πάτε και να ελευθερώσετε τον σκύλο. Είναι εύκολο παρακαλώ;».  Ο Ιορδάνης της μιλούσε ήρεμα. Κάτι δεν κολλούσε σε όλο αυτό. Και έπρεπε να το ανακαλύψει.
            Η Λένα τον κοιτάζει με  βλέμμα θολό. «Ναι, φυσικά… αν είναι να τελειώνουμε από όλο αυτό».
            «Πιστέψτε με, σύντομα θα γίνει».
Η νοικοκυρά του σπιτιού κάνει ακριβώς ό,τι της ζητήθηκε. Κλείνει την μπαλκονόπορτα και αφήνει τον σκύλο ελεύθερο μέσα στο σπίτι. Με την παρότρυνση του Ιορδάνη όλοι βγαίνουν εκτός οπτικού πεδίου του σκύλου. Ο σκύλος μετά από μια ώρα ασταμάτητου γαβγίσματος, επιτέλους σταμάτησε. Η Λένα βγαίνει από το σπίτι και κατευθύνεται προς τους υπόλοιπους. Τώρα ο σκύλος μυρίζει την κουβέρτα που σκεπάζει τη σωρό του αφεντικού του και ξαπλώνει δίπλα του.
Έχει έρθει η ώρα για το πείραμα που μελετούσε τόση ώρα στο μυαλό του. Γυρίζει προς τον Λιγνάτη.
            « Κύριε Λιγνάτη, θα πρέπει να προχωρήσετε προς το σαλόνι. Μην κάνετε τίποτα. Απλώς μπείτε μέσα».
Εκείνος τον κοιτάζει νευρικά. Όμως υπακούει. Ανοίγει την μπαλκονόπορτα και μπαίνει στο σαλόνι. Ο σκύλος αλυχτάει. Ο Ιορδάνης κοιτάζει τη Λίζα με νόημα.
            «Έλα πίσω, τώρα», του λέει.
Κλείνει την μπαλκονόπορτα και επιστρέφει στη θέση του.
            «Κυρία  Μπέμπα η σειρά σας», της λέει.
Η γειτόνισσα αντιδρά. «Τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά;».
            «Κάντε ό,τι σας λέει, κυρία μου», ακούγεται ο Δεμιράτος ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει το σκεπτικό του ιδιόρρυθμου Ιορδάνη. Ο σκύλος αυτή τη φορά παραμένει ήρεμος. Όλη διαδικασία επαναλήφθηκε με όλους συμπεριλαμβανομένων του ίδιου του Ιορδάνη και της συζύγου του. Ο σκύλος γάβγισε στον  Ιορδάνη, τη Λίζα, τους τρεις αστυνομικούς της ασφάλειας και φυσικά στον Ανδρέα Λιγνάτη. Στους υπόλοιπους παρέμεινε ήρεμος.
            «Νομίζω θα πρέπει να ρίξουμε μια ματιά σε όλο το σπίτι», είπε κοιτώντας τον ανώτερο από τους τρεις αστυνομικούς. Ο αστυνόμος Δεμιράτος είχε μετανιώσει που έδωσε την άδεια να επέμβει τόσο πολύ ο Ιορδάνης και η γυναίκα του στην υπόθεση, μα τώρα ήταν αργά. Άνοιξε τα χέρια σε ένδειξη «αν είναι απαραίτητο, για να ξεμπερδεύουμε».
            «Πρέπει να ακολουθήσουμε την ίδια διαδρομή που ακολούθησε το θύμα μέχρι που πυροβολήθηκε. Θα πάω εγώ με τη Λίζα και μόλις γυρίσουμε θα μας ενημερώσουμε».
Ο Δεμιράτος εδώ ασκεί βέτο. «Δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσουμε τους δύο σας να τριγυρίζετε σε μια περιοχή όπου διαπράχθηκε έγκλημα. Θα έρθω μαζί σας και αυτό είναι απαίτηση! Αρκετά μπλεχτήκατε στην υπόθεση!».
Ο Ιορδάνης συμφώνησε. Εξάλλου εκείνοι ήταν οι αστυνομικοί. Ο ίδιος και η Λίζα μπλέχτηκαν χωρίς να το θέλουν σε αυτή την υπόθεση.
            «Θα έρθω και εγώ μαζί σας», ακούγεται η Λένα. Τρία ζευγάρια μάτια την κοιτάζουν. «Είναι δικό μου το σπίτι! Το απαιτώ!».
            «Φυσικά, κυρία Λεοντίδη», της απαντά ο αστυνομικός.
Και οι τέσσερις μπαίνουν στο σπίτι. Ο Ιορδάνης πιστός στο τελετουργικό του ψεκάζει γύρω από εκείνον και τη Λίζα. Ο Δεμιράτος και η Λένα ακολουθούν  την διαδρομή για τον επάνω όροφο και την κρεβατοκάμαρα της δεύτερης και του συζύγου της. Πίσω τους ακολουθούν ο Ιορδάνης και η Λίζα. Ο σκύλος γαβγίζει ασταμάτητα. Μπαίνουν στην κρεβατοκάμαρα.
            «Ποια πλευρά είναι δικιά σας;», την ρωτάει ο Ιορδάνης.
Η γυναίκα δείχνει την αριστερή πλευρά. Ο Ιορδάνης πλησιάζει την αντίθετη πλευρά και ψαχουλεύει το κομοδίνο. Ψεκάζει και ύστερα σηκώνει στα χέρια του ένα κινητό τηλέφωνο που είναι συνδεδεμένο στην πρίζα.
            «Είναι του συζύγου;», την ρωτάει.
Εκείνη γνέφει καταφατικά.
            «Ξέρετε τον κωδικό του;»
Αυτή τη φορά γνέφει αρνητικά.
            «Όντως;»
Δεν απάντησε. Τοποθετεί το κινητό τηλέφωνο στην τσέπη του φούτερ του και της ζητά να τους οδηγήσει στο δωμάτιο των γονιών της. η τηλεόραση είναι ακόμη αναμμένη. Ο Ιορδάνης κοιτάζει τον αστυνομικό που κοιτάζει την τηλεόραση. Τα βλέμματά τους συναντιούνται. Σμίγουν τα φρύδια. Κάνουν την ίδια σκέψη. Η τηλεόραση αναμμένη. Εκείνοι κοιμόντουσαν και παρόλα αυτά άκουσαν τον γαμπρό τους να μιλάει στο κάτω πάτωμα. Πώς ήταν δυνατόν;
            «Κοιμούνται με κλειστή την πόρτα;»
Η γυναίκα γνέφει καταφατικά. Τα βλέμματα τους πάλι συναντιούνται.
«Αστυνόμε, μπείτε στο δωμάτιο και κλείστε την πόρτα πίσω σας. Εγώ θα κατέβω στο κάτω πάτωμα. Θα φωνάξω το όνομα του Λιγνάτη. Την πρώτη φορά χαμηλόφωνα. Την επόμενη πιο δυνατά. Μόλις ακούσετε κάτι φωνάζετε». Ο Δεμιράτος έγνεψε καταφατικά. Δεν μπορούσε όμως ακόμα να καταλάβει τι είχε στο μυαλό του ο Ιορδάνης. Ένα λεπτό αργότερα ανοίγει η πόρτα του δωματίου και ο αστυνομικός ανακοινώνει ότι τον άκουσε να φωνάζει το όνομα. Ο Ιορδάνης δεν χάνει χρόνο.
            «Κατεβείτε! Ελάτε όλοι στο σαλόνι».
«Ήταν μια αρκετά δυνατή φωνή», του λέει ο αστυνόμος Δεμιράτος.
«Το είπα αρκετές φορές σιγά, ύστερα με κανονική ένταση και τέλος με αρκετά δυνατή».
«Μου ακούγεται λογικό, αν όντως ο Λιγνάτης τον σημάδευε με όπλο».
            «Ναι, πράγματι. Όμως όλοι συμφώνησαν ότι τον άκουσαν να μιλάει προτού φωνάξει.
            Ο Δεμιράτος τον κοιτάζει. Η λεπτομέρεια αυτή τον εξιτάρει. Ο Ιορδάνης ανασηκώνει τα φρύδια και χαμογελάει. Δείχνει να το διασκεδάζει που ανακαλύπτει κάποια πράγματα πριν την αστυνομία.
            «Για να δούμε τι άλλο μπορούμε να ανακαλύψουμε γι’ αυτόν. Αλλά πρώτα ας κρατήσουμε τις αποστάσεις. Μην ξεχνιόμαστε». Ο χαρακτηριστικός ήχος του σπρέι που βγαίνει από το μπουκάλι έβαλε τελεία στην πρότασή του. Ο Δεμιράτος είχε αρχίσει να τον συμπαθεί αυτόν τον αλλόκοτο άντρα. Στα τόσα χρόνια που είναι στην υπηρεσία έχει δει και έχει αντιμετωπίσει κάθε καρυδιάς καρύδι. Ο Ιορδάνης μπορεί να είναι μανιακός με την καθαριότητα, όμως έχει και ένα καλό. Κόβει το μυαλό του. Κάπου το πάει. Θα δείξει.  
            Φτάνοντας στο σαλόνι ο Ιορδάνης κάνει κάτι που αφήνει με το στόμα ανοιχτό ακόμα και τη γυναίκα του. Πιάνει με το χέρι του το άψυχο χέρι του θύματος. Ο Δεμιράτος τραντάζεται.
«Μη!».
 Ο Ιορδάνης τους δείχνει τα γάντια του και εκείνος ηρεμεί. Ακουμπά τον αντίχειρα στο τηλέφωνο που πήρε από το υπνοδωμάτιο πριν λίγο. Ξεκλειδώνει αμέσως. Μπίνγκο!
            «Για δες!», αναφωνεί. Σηκώνεται και δείχνει σε όλους την οθόνη του κινητού. Στην επιφάνεια εργασία τους κινητού εμφανίζεται το μενού της αφύπνισης. Υπάρχει ένα μοναδικό ξυπνητήρι και ήταν προγραμματισμένο αν χτυπήσει στις δώδεκα παρά δέκα ακριβώς. Η ένταση είναι χαμηλωμένη.
            «Τι ώρα πέφτετε συνήθως για ύπνο;», ρωτάει την κυρία Λεοντίδη.
            «Ξαπλώνουμε νωρίς και σηκωνόμαστε εξίσου νωρίς».
Ο Ιορδάνης αρκέστηκε σε ένα γνέψιμο. Στο μυαλό του γυρίζει η σκέψη ότι αν όντως είχε πει στον Λιγνάτη να είναι εδώ στις δώδεκα ακριβώς, τότε το ξυπνητήρι έχει σκοπό ύπαρξης.
            «Μήπως θυμάστε τι ώρα ακούσατε να συμβαίνουν όλα αυτά;».
Η Λένα Λεοντίδη κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν είχα κανένα λόγο να κοιτάξω τι ώρα ήταν».
«Μια σκέψη κάνω, αλλά είστε βέβαιη ότι δεν κατεβήκατε καθόλου πριν ακουστεί ο πυροβολισμός;».
            «Ναι, μάλιστα. Απολύτως βέβαιη».
            «Και ύστερα η κυρία Αδάμ ακούει την μπαλκονόπορτα να ανοίγει και κάποιον να φεύγει μέσα στο σκοτάδι».
            «Εγώ άκουσα τα φύλλα σαν να τα πατούσαν, σαν να τα παρέσερναν…», πετάχτηκε να διορθώσει η Μπέμπα.
            «Ναι, αλλά την μπαλκονόπορτα την ακούσατε στα σίγουρα».
            «Ναι, ναι!»
            «Ενδιαφέρον!».
Ο Ιορδάνης ζητάει την άδεια να ξεσκεπαστεί η σωρός. Προλαβαίνει τις αντιρρήσεις του Δεμιράτου τονίζοντας ότι δεν θα αγγίξει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά του. Παρατηρεί καλύτερα τη σωρό του άτυχου άνδρα. Πεσμένος με την πλάτη στο πάτωμα, το αίμα του γύρω από το κεφάλι του έχει ποτίσει το χαλί. Ετοιμάζεται να σηκωθεί. Το μάτι του κάτι πιάνει την τελευταία στιγμή. Το κοιτάζει από πιο κοντινή απόσταση. Κάνει νόημα στον Δεμιράτο να πλησιάσει, αλλά όχι πολύ.
            «Έχω την εντύπωση ότι αυτό είναι…». Οι δύο άντρες κοιτάζονται.
            «Κρέας;», συμπληρώνουν με απορία ταυτόχρονα την φράση του Ιορδάνη.
Ο Ιορδάνης σηκώνεται όρθιος.
            «Ξέρω ποιος σκότωσε τον Θωμά Λεοντίδη και που είναι κρυμμένο το όπλο!».




Συνεχίζεται