Ρούλα Κόζη

Τρίτη, Αυγούστου 30, 2016

Δεύτερη ζωή δεν έχει.






 Καθισμένη στην αγαπημένη της πολυθρόνα στο στενό της μπαλκονάκι, απολάμβανε το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου της. Η ησυχία ήταν απλωμένη παντού. Τέλη Αυγούστου βλέπεις και οι τελευταίοι είχαν εγκαταλείψει και εκείνοι το κλεινόν άστυ, αναζητώντας ανάσες δροσιάς στις παραλίες απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα.
                Ρουφούσε αχόρταγα την κάθε τζούρα. Είναι μάλλον η αίσθηση που σου προκαλεί πάντα το τελευταίο τσιγάρο. Ίσως επειδή ξέρεις πως είναι το τελευταίο και θέλεις να το απολαύσεις. Καταραμένη συνήθεια το ρημάδι μα και η μόνη της συντροφιά τα τελευταία δεκαέξι χρόνια. Σαν σήμερα ήταν που το πρωτόβαζε στο στόμα της. Και πως να την ξεχάσει εκείνη τη μέρα; 20 Αυγούστου 2000, Κυριακή. Σε μία εβδομάδα θα στεκόταν πλάι του ντυμένη στα λευκά. Όλα ήταν έτοιμα. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά της και απολάμβανε τις τελευταίες μέρες της εργένικης ζωής της.
                Ήταν οκτώ και μισή το πρωί. Μόλις είχε τελειώσει το μπάνιο της. Σκούπισε τους υδρατμούς που είχαν καλύψει τον καθρέπτη και κοίταξε το είδωλό της. Το μακιγιάζ της δεν είχε φύγει εντελώς κάτω από τα μάτια της και πήρε ένα κομμάτι βαμβάκι και λίγο γαλάκτωμα για να το αφαιρέσει τελείως. Την ώρα που διάλεγε κάτι ανάλαφρο να φορέσει, μιας που ο Αύγουστος δεν έλεγε να δροσίσει, χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η Άσπα, η παιδική της φίλη και μέλλουσα κουμπάρα της. Ήταν συνήθειά τους χρόνια τώρα να πίνουν το καφεδάκι τους κάθε Κυριακή πρωί, εκεί στο μικρό της μπαλκόνι, χαζεύοντας μια στάλα την Ακρόπολη. Και τον χειμώνα ακόμα, και ας είχε κρύο, εκείνες δεν πτοούνταν διόλου. Φορούσαν τα μπουφάν, έφερναν και τη σόμπα και καθόντουσαν κανένα τρίωρο εκεί. Κατέβηκε τη μικρή, στριφτή σκάλα που ένωνε το πάνω με το κάτω πάτωμα του νεοκλασικού της, για να βρει την Άσπα καθισμένη στον καναπέ με σκυμμένο το κεφάλι. Ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Κατάλαβε αμέσως ότι κάτι είχε συμβεί. Κάτι που δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να έχει αποτρέψει. Κάτι που θα την ακολουθούσε για την υπόλοιπη ζωή της.
                «Πες το με μια λέξη!». Η φωνή της ψυχρή, σταθερή, κοφτή.
Η Άσπα παρέμεινε σιωπηλή με το κεφάλι ακόμα κατεβασμένο. Έτρεξε καταπάνω στη φίλη της και την έπιασε σφιχτά από τα μπράτσα και την ταρακούνησε.
                «Μίλααααα… γιατί δεν μιλάς;», ούρλιαξε.
Η Άσπα σήκωσε το κεφάλι. Χιλιάδες μικροσκοπικές κόκκινες φλεβίτσες είχαν γεμίσει το λευκό των πρησμένων ματιών της. Την έπιασε ακόμα πιο σφιχτά από τα μπράτσα και την έσυρε ως την πόρτα.
                «Πήγαινε με εκεί τώρα!», τη διέταξε.
Στο αυτοκίνητο η σιωπή συνεχίστηκε. Η νύχτα. Η κούραση. Το πολύωρο ταξίδι. Η λάθος εκτίμηση. Οι κακοτεχνίες στους δρόμους. Ένας απρόσεκτος οδηγός.
                «Μην τρέχεις!», του είπε την ώρα που έκλειναν για να ξεκινήσει το ταξίδι του.
                «Δεύτερη ζωή δεν έχει! Ζήσε τη με πάθος, μωρό μου!», της απάντησε γεμάτος ζωντάνια.
                «Να προσέχεις».
Και η γραμμή έκλεισε.
                Όλα αυτά γύριζαν στο μυαλό της. Είκοσι λεπτά αργότερα περνούσαν το κατώφλι του νοσοκομείου. Η Άσπα γνώριζε που ακριβώς έπρεπε να πάνε. Η Μπέτυ βάδιζε δίπλα της μηχανικά. Οι λευκοί τοίχοι γύρω της άρχισαν να μαυρίζουν. Η όρασή της ξαφνικά θόλωσε και τα πόδια της παρέλυσαν στιγμιαία. Τίναξε το κεφάλι της αριστερά- δεξιά. Συνήλθε. Η κίνηση της αυτή έκανε την Άσπα να γυρίσει προς το μέρος της.
«Είσαι καλά; Μήπως θέλεις να σταματήσουμε για λίγο;».Η Μπέτυ δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία. Συνέχισε να περπατά μηχανικά. Ένα λεπτό αργότερα σταμάτησαν μπροστά από τη λευκή πόρτα του δωματίου 312. Η Άσπα άπλωσε το χέρι της να πιάσει το πόμολο. Το βλέμμα όμως της φίλης της την έκανε να μετανιώσει γι’ αυτή τη σκέψη και το τράβηξε αμέσως πίσω. Άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα και μπήκε πρώτη στο δωμάτιο. Οι χαρακτηριστικοί ήχοι των μηχανημάτων την έκαναν να αναριγήσει. Τον είδε. Ξαπλωμένος και ακίνητος, σκεπασμένος ως τον θώρακα με το λευκό σεντόνι. Έτρεξε κατά πάνω του χωρίς να χάσει άλλο χρόνο. Τα δάκρυά της άρχισαν αστραπιαία να κατρακυλούν στο πρόσωπό της.
                «Αλέξη… καρδιά μου», ακούστηκε πνιχτή η φωνή της μέσα από τα αναφιλητά της. «Άνοιξε τα ματάκια σου. Γιατί δεν μου μιλάς;».
Η Άσπα την έπιασε απαλά από τους ώμους.
                «Δεν πρόκειται να σου απαντήσει, καλή μου». Ένας κόμπος πήγε και στάθηκε στον λαιμό της που την εμπόδιζε να συνεχίσει. Τα χείλη της τρεμόπαιξαν. Η Μπέτυ τώρα κρέμονταν από αυτά.
                «Είναι… είναι σε κώμα, Μπέτυ», της είπε τόσο χαμηλόφωνα σαν να προσπάθησε να μην ακουστεί η φράση της.
                Η Μπέτυ πισοπάτησε. Τίναξε τον ώμο της ξεγλιστρώντας από τα χέρια της φίλης της. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και από το στόμα της βγήκε μια άηχη κραυγή.
«Όχιιιι….. Δεν είναι δυνατόν….». Μόνο αυτό πρόλαβε να πει. Έπεσε αμέσως λιπόθυμη στο πάτωμα. Η Άσπα έτρεξε να πατήσει το κουδούνι δίπλα από το κρεβάτι του Αλέξη. Πετάχτηκε σαν τρελή έξω από το δωμάτιο να ζητήσει βοήθεια. Η νοσοκόμα που περνούσε εκείνη την ώρα απέξω, ούτε που κατάλαβε από που εμφανίστηκε το χέρι που την τράβηξε βίαια μέσα στο δωμάτιο.
                «Κάντε κάτι γρήγορα», φώναξε η Άσπα.
                «Ηρεμίστε. Μια απλή λιποθυμία είναι».
Την σήκωσαν μαζί και την ξάπλωσαν στο διπλανό κρεβάτι. Πέντε λεπτά αργότερα η Μπέτυ ανακτούσε τις αισθήσεις της. Πετάχτηκε αμέσως επάνω.
                «Αλέξηηη…», κραύγαζε.
Οι δύο τραυματιοφορείς που είχε καλέσει η νοσοκόμα και έμπαιναν εκείνη την ώρα μέσα στο δωμάτιο, την έπιασαν αμέσως.
                «Αφήστε με!», ούρλιαζε η Μπέτυ και τιναζόταν σαν να την χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Οι νεαροί άνδρες κατάφεραν να την ακινητοποιήσουν και να της κρατήσουν σταθερό το χέρι ώσπου η νοσοκόμα να της κάνει την ηρεμιστική ένεση. Η Μπέτυ έγειρε στο κρεβάτι αδύναμη και κοιμήθηκε για ώρες.
                Οι επόμενες δύο εβδομάδες την βρήκαν στο νοσοκομείο. Πλάι του. Ακοίμητος φρουρός. Το βλέμμα της στυλωμένο πάνω του συνεχώς. Περίμενε την παραμικρή κίνησή του. Έψαχνε να βρει μια στάλα ζωντάνιας πάνω του. Κοιτούσε τα δεκάδες καλώδια και σωληνάκια που κάλυπταν το κεφάλι και το σώμα του. Τα μόνα που τον ένωναν ακόμα με τη ζωή. Του μιλούσε συνεχώς, με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα πάρει απάντηση. Ή έστω μια μικρή κίνηση των δαχτύλων του ή ένα πετάρισμα των ματιών του. Δεν ήθελε να φεύγει στιγμή από κοντά του. Αρνούνταν να φάει και να κάνει μπάνιο. Μα στο τέλος την έπειθαν. Οι γιατροί μπαινόβγαιναν μέρα και νύχτα. Ποιος όμως τολμούσε να της πει την αλήθεια; Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
                Το πρωινό εκείνο ένα μήνα μετά, ξύπνησε και βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της πλάι σε εκείνο του Αλέξη. Κοίταξε αμέσως προς τα εκεί. Ήταν άδειο. Το στομάχι της σφίχτηκε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Έκανε να σηκωθεί. Ένα χέρι πρόλαβε και την γράπωσε. Γύρισε ξαφνιασμένη από την άλλη πλευρά. Ήταν η Άσπα που την κρατούσε. Δίπλα της μια από τις νοσοκόμες και άλλη μια γυναίκα που δεν είχε ξαναδεί. Ήταν πολύ σοβαρή και στα χέρια της κρατούσε ένα κόκκινο φάκελο. Δεν της πήρε παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβει τι είχε συμβεί. Τα λόγια που δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν οι τρεις γυναίκες, θα ήταν έτσι και αλλιώς τόσο λίγα μπροστά στα βλέμματα τους, που τα έλεγαν όλα. Λίγα λεπτά αργότερα άλλο ένα ηρεμιστικό έρεε στις φλέβες της. Η δόση τώρα άγγιζε τα μέγιστα επιτρεπτά όρια. Η κρίση ήταν ανεξέλεγκτη αυτή τη φορά.
                Τα εικοσιτετράωρα που ακολούθησαν ήταν μαρτυρικά. Με τον καιρό ο πόνος έγινε βουβός. Δεν κόπασε ποτέ. Απλά παρέμεινε μέσα της σιωπηλός. Στάθηκαν όλοι πλάι της, μα τους έκανε όλους πέρα. Παράτησε τα πάντα και απομονώθηκε. Κλείστηκε στον εαυτό της. Τα μαύρα δεν τα έβγαλε ποτέ μέχρι σήμερα και έκανε εχθρό της όποιον της έλεγε πως έπρεπε να ξαναφτιάξει τη ζωή της.


                Ένιωσε τα βλέφαρά της βαριά. Έκλεισε τα μάτια. Η μορφή του σχηματίστηκε αμέσως μπροστά της. Το ήξερε ότι ονειρευόταν. Χαμογελούσε επιτέλους. Είχε χρόνια να τον δει στο όνειρό της. Κάτι προσπαθούσε να της πει, μα τα λόγια ακούγονταν μπερδεμένα. Ξαφνικά έγιναν καθαρά και κατανοητά: «Στο τρίτο ράφι, το δεύτερο βιβλίο στ’ αριστερά. Σελίδα 78.». Της έκλεισε το μάτι και εξαφανίστηκε έτσι όπως είχε εμφανιστεί. Ξύπνησε ταραγμένη που της είχε φύγει τόσο βιαστικά. Τινάχτηκε από την πολυθρόνα της. Έτρεξε στη βιβλιοθήκη. «Τρίτο ράφι, δεύτερο βιβλίο από αριστερά», μονολογούσε. Έπιασε ένα πολυκαιρισμένο βιβλίο.
                «Τα Ρω του Έρωτα», Οδυσσέας Ελύτης, γ’ έκδοση 1980.
Ήταν συλλέκτης παλιών βιβλίων. Κυρίως ποίηση. Και αυτή ήταν η αγαπημένη του ποιητική συλλογή. Ανέτρεξε στη σελίδα που της είπε. Άρχισε να διαβάζει νοερά:


Το παράπονο.

Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα.

Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ.
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

                Έπεσε πάνω στο βιβλίο και λύθηκε στο κλάμα. Είχε χρόνια να κλάψει. Νόμιζε και εκείνη πως είχε στερέψει. Κατάλαβε τι της ζητούσε και δεν μπορούσε να του χαλάσει το χατίρι. Ποτέ δεν του το χάλασε. Άφησε το βιβλίο πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας και σηκώθηκε. Σκούπισε τα μάτια της, πήρε τη ζακέτα της και βγήκε στο δρόμο. Είχε έρθει η ώρα πια να ζήσει ξανά. Γιατί δεύτερη ζωή δεν έχει…