Ρούλα Κόζη

Κυριακή, Οκτωβρίου 09, 2016

Το κορίτσι του Καρά Ντερέ (Μέρος Α').

         







              «Είσαι η μόνη που δεν έχεις οικογένεια, Ελπίδα». Αυτή η φράση γυρνούσε ξανά και ξανά στο μυαλό της από την ώρα που ο ανώτερός της, της ανακοίνωσε την μετάθεσή της στο αστυνομικό τμήμα του Σιδηρόνερου Δράμας. Έσβησε το μισοτελειωμένο της τσιγάρο και άνοιξε τον χάρτη να δει που ακριβώς βρισκόταν αυτό το μέρος.
«Κοντά στα σύνορα με την Βουλγαρία… εξαιρετικά…», μονολόγησε απρόθυμα. Γέννημα θρέμμα Πειραιώτισσα πώς θα άντεχε να μην βλέπει θάλασσα. Απέμεναν μόλις 48 ώρες για να μαζέψει τα τελευταία πράγματά της.
                                                               
                                                                    ***
          Ο ρυθμικός ήχος του τρένου την είχε νανουρίσει για τα καλά και ούτε που κατάλαβε πότε πέρασαν τόσες ώρες ταξιδιού. Ξύπνησε λίγο πριν φτάσει στον προορισμό της. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε έκπληκτη έξω από το παράθυρο το τοπίο που απλωνόταν μπροστά της. Ανακάθισε στην θέση της. Τελικά και η ορεινή Ελλάδα έχει τις ομορφιές της, φάνηκε να σκέφτεται, αν και κατά βάθος θα προτιμούσε να μην το ζούσε όλο αυτό.
          Οι πόρτες του βαγονιού άνοιξαν και μια ψυχρή ριπή ανέμου την καλωσόρισε, κάνοντάς της ξεκάθαρο ότι ο χειμώνας εδώ δεν παίζει παιχνίδια. Πάγωσε τόσο το πρόσωπό της που δεν μπόρεσε να κάνει ούτε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας και έτσι περιορίστηκε στις δυσάρεστες σκέψεις της. Περπατώντας προς της είσοδο του σταθμού, οι παχιές και αφράτες νιφάδες χιονιού που στροβιλίζονταν με μανία από τον δυνατό αέρα πρόλαβαν  να καλύψουν τα κατάμαυρα μαλλιά της, να χωθούν ανάμεσα στις βλεφαρίδες της. Στις πληροφορίες την ενημέρωσαν πως το επόμενο λεωφορείο για Σκαλωτή, το χωριό όπου νοίκιασε το σπίτι στο οποίο θα ζούσε όσο κρατούσε η θητεία της εκεί, θα περνούσε σε δύο ώρες, οπότε κάλεσε ένα ταξί για να εξυπηρετηθεί πιο άμεσα.
           Το χωριό ήταν ορεινό, περιτριγυρισμένο από πυκνά δάση που τώρα το χειμώνα ήταν κατάλευκα από το χιόνι. Ένα ποταμάκι συμπλήρωνε τον φυσικό πλούτο του και ήταν ιδανικό γι’ αυτούς που αγαπούν την φύση. Μια εκκλησία, ένα μικρό καφενείο που δούλευε και σαν μπακάλικο παρέχοντας τα πολύ-πολύ βασικά, μια κακοδιατηρημένη παιδική χαρά, το νεκροταφείο, το παλιό σχολείο και η παλιά λέσχη αξιωματικών ήταν τα βασικά κτήρια του χωριού.  Το σπίτι ήταν μετρίων διαστάσεων, αλλά φτιαγμένο ευτυχώς με πολύ γούστο.  Ήταν στην άκρη ενός μεγάλου δάσους, του Καρά Ντερέ, που αργότερα έμαθε ότι το ονομάζουν «Το καταραμένο δάσος», μιας που όποιος προσπάθησε να το εξερευνήσει, δεν βρήκε ποτέ ξανά την έξοδο από αυτό. Άλλοι πάλι, που πιστεύουν σ’ αυτές τις ιστορίες τις μεταφυσικές, λένε πως εκεί ζει χιλιάδες χρόνια μια οντότητα, μια νεράιδα, αλλά όχι από αυτές που διαβάζουμε στα παραμύθια, αλλά μια άλλη πιο σκοτεινή.
          «Αηδίες», απάντησε όταν της αράδιασαν ένα σωρό ιστορίες ο Αλέξανδρος και οι Μερόπη, οι δυο φίλοι που κατάφερε να κάνει από τη στιγμή που ήρθε σε αυτόν τον τόπο. Οι υπόλοιποι την απέφευγαν χωρίς να μπορεί να καταλάβει τον λόγο.
«Είναι επειδή ζεις σε αυτό το σπίτι», της είπαν και οι δυο ταυτόχρονα και ψιθυριστά.
«Μα τι μου λέτε τώρα ρε παιδιά; Καταραμένο δάσος, νεράιδες και κουραφέξαλα. Αυτά είναι ιστορίες για μικρά παιδιά και για αλαφροΐσκιωτους. Εγώ είμαι αστυνομικός. Για κάθε εξαφάνιση υπάρχει και μια λογική εξήγηση. Και τώρα τι μου λέτε εσείς…»
«Κι όμως», της εξήγησε ο Αλέξανδρος, «το σπίτι στο οποίο μένεις, είναι χρόνια ακατοίκητο, από όταν…». Κόμπιασε. «Θυμάσαι Μερόπη;» Η κοπέλα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, χωρίς να βγάλει λέξη.
«Καλά, άσε, Αλέξανδρε, μου λες μια άλλη φορά. Αρκετά άκουσα για απόψε και δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ», είπε η Ελπίδα μη μπορώντας να συγκρατήσει τα γέλια της.
          Την επόμενη μέρα και ενώ έπινε τον καφέ της στο γραφείο, της ήρθε στο μυαλό το παράξενο όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Περπατούσε λέει μέσα στο Καρά Ντερέ, όταν άκουσε έναν ήχο, τόσο απαλό που παρόλο που δεν φυσούσε καθόλου και στο δάσος είχε απλωθεί μια απόκοσμη σιωπή μόλις και μετά βίας ακουγόταν. Συνέχισε το περπάτημα προσπαθώντας να μαντέψει τι ήταν. Κάτι σαν κελάιδισμα, αλλά δεν ήταν και σίγουρη. Καθώς περπατούσε μέσα στο δάσος, γινόταν όλο και πιο καθαρός μέχρι που κατάλαβε πως ήταν μελωδία από… ένα πιάνο! Κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Τι δουλειά μπορεί να έχει ένα πιάνο στη μέση του δάσους; Και ποιος παίζει; Η περιέργειά της μεγάλωσε για τα καλά και συνέχισε να βαδίζει προς την κατεύθυνση που ερχόταν ο παράξενος αυτός ήχος. Ήταν ένα πολύ αργό και λυπητερό κομμάτι. Μπορούσε πλέον να το ακούσει καθαρά όταν ξαφνικά διακόπηκε. Χωμένη μέσα στα δέντρα, με έκπληκτα μάτια μπόρεσε να διακρίνει ένα γυαλιστερό, μαύρο πιάνο και το κάθισμά του. Φαινόταν ολοκαίνουριο. Κοίταξε γύρω μα δεν υπήρχε κανείς. Ούτε αποτυπώματα ποδιών να απομακρύνονται. Τίποτα. Το μόνο ζωντανό πλάσμα που μπορούσε να δει, ήταν ένα κατάμαυρο κοράκι καθισμένο πάνω στο πιάνο να την κοιτάζει επίμονα με τα ολοστρόγγυλα σαν μαύρες γυαλιστερές χάντρες μάτια του. Και εκεί ήταν που ξύπνησε. Η μόνη λογική εξήγηση που έδωσε στον εαυτό της ήταν ότι απλά επηρεάστηκε από  τις ανόητες ιστορίες του Αλέξανδρου. Δεν έδωσε συνέχεια στα παιχνίδια του υποσυνείδητου της και συνέχισε την δουλειά της.
          Την ησυχία του γραφείου της τάραξε η ξαφνική έφοδος του συναδέλφου της οποίος μπήκε μέσα φουριόζος και με κομμένη την ανάσα μπόρεσε μόνο να πει «Έχουμε νέα εξαφάνιση». Η Ελπίδα τινάχτηκε από την καρέκλα της. Το διάστημα που ήταν εκεί δεν είχε συμβεί καμία εξαφάνιση. Αμέσως ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες.
« Χτες το βράδυ, γύρω στη 01:30 μια παρέα τριών ανδρών είδε τον Μιχάλη, τον γιο της μανάβισσας να προχωράει προς…» είπε ο νεαρός αστυνομικός και σταμάτησε.
«Γιατί σταμάτησες;», τον ρώτησε η Ελπίδα.
«…προς το καταραμένο δάσος», απάντησε εκείνος μαζεμένα, ξέροντας τις απόψεις της ανωτέρου του.
Του έκανε νόημα με το κεφάλι της να συνεχίσει, χωρίς να σχολιάσει το παραμικρό.
«Του φώναξαν πολλές φορές, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Ούτε καν στάθηκε. Προχώρησε και μπήκε μέσα στο δάσος σαν να μην τους είχε ακούσει καν».
«Και γιατί δεν τον κυνήγησαν; Γιατί δεν προσπάθησαν να τον σταματήσουν;», ρώτησε η Ελπίδα προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της.
 Ο νεαρός αστυνομικός έσκυψε το κεφάλι δίχως να απαντήσει.
«Ε, όχι! Δεν είναι δυνατόν! Πάλι τα ίδια; Πάλι οι ίδιες ανόητες δεισιδαιμονίες!», ξέσπασε με οργή χτυπώντας και τα δυο της χέρια στο γραφείο κάνοντας τον καφέ της να αναπηδήσει και να χυθεί στο γραφείο της.
«Ξέρετε...», προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο νεαρός αστυνομικός.
«Όχι, δεν ξέρω! Πάψε! Δεν θέλω να ακούσω τίποτε άλλο! Έχετε ένα σωρό εξαφανίσεις και αντί να ανοίξετε το θέμα, να ψάξετε και να βρεθεί επιτέλους μια λύση σε αυτό το μυστήριο, εσείς ρίχνετε την ευθύνη στο κακό πνεύμα του δάσους! Πώς είναι δυνατόν;».
          Οι φλέβες στο λαιμό της ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Έτρεμε από την οργή της. Τέντωσε με νευρικότητα τη στολή της και έκατσε στο γραφείο με τα χέρια της πλεγμένα μπροστά στο πρόσωπό της.
«Και αυτοί οι τρεις πού είναι τώρα; Γιατί δεν ενημέρωσαν; Ή μάλλον άσε μη μου πεις. Κατάλαβα», συνέχισε στον ίδιο τόνο.
« Τους έχω έξω και περιμένουν. Η μανάβισσα έτρεξε ουρλιάζοντας για βοήθεια στο καφενείο. Μόλις είχε ανακαλύψει ότι ο γιος της δεν είχε κοιμηθεί στο σπίτι τους το βράδυ. Περνούσα απέξω. Άκουσα τις φωνές και μπήκα μέσα. Ρώτησα τι συμβαίνει και αν γνωρίζει κάποιος κάτι. Ένας από τους τρεις σηκώθηκε και μου είπε για το περιστατικό. Θεώρησα καλό να τους φέρω να μιλήσετε μαζί τους».
Η Ελπίδα ξεφύσησε έντονα.
«Φερ' τους εδώ. Και εσύ να μείνεις απέξω. Ίσως σε χρειαστώ», του απάντησε κοφτά.
Ο νεαρός αστυνομικός υπάκουσε και χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο βγήκε από το γραφείο της μπαίνοντας μετά από λίγο μαζί με τους τρεις μάρτυρες του χτεσινού γεγονότος.


                                              Συνεχίζεται...

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2016

32



          6 του Οκτώβρη. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα αναλογίζομαι την ύπαρξή μου. Είναι η μέρα που ήρθα σ' αυτόν τον κόσμο. Η χαρά που έδωσα. Η χαρά που δίνω. Άλλος ένας αριθμός. Άλλη μια μέρα, άλλη μια γενέθλια ημέρα.Μια γευστική τούρτα όμορφα διακοσμημένη. Μικρές φλογίτσες σιγοκαίνε στις κορφές των μικρών λευκών κεριών που είναι διασκορπισμένα πάνω της. Γύρω μου οι φίλοι να τραγουδάνε το γνωστό τραγούδι. Το ξέρουμε όλοι απ' έξω και ανακατωτά. Τους κοιτάζω. Χαμογελάω. Το τραγούδι φτάνει στο τέλος του. Κλείνω τα μάτια. Παίρνω βαθιά ανάσα. 
                                   « Όλα!», ξεφωνίζουν ενθουσιασμένοι οι φίλοι μου.
Κάνω μια ευχή μέσα από τα βάθη της ψυχής μου. Τρεις λέξεις. Κάθε χρόνο τις ίδιες. Χρόνια τώρα. Ώσπου να πραγματοποιηθεί.
                                                           «Να γίνω ευτυχισμένη».
Μήπως έγινα; Πρέπει να αλλάξω ευχή; Όχι. Και φέτος την ίδια θα κάνω. Την ευτυχία την κατακτάς μόλις διασχίσεις ένα ατελείωτο μονοπάτι. Φυσώ δυνατά. Τα κεριά σβήνουν και αφήνουν πίσω τους ένα αμυδρό ίχνος καπνού που βγαίνει από τα μαυρισμένα φυτιλάκια τους να ανεβαίνει ώσπου χάνεται. Η ευχή μου παραμένει κρυφή και φέτος. Άλλη μια μέρα,άλλη μια γενέθλια μέρα. Είναι το γεγονός της ημέρας. Δώρα που δεν ζήτησα. Δεν ξέρω τι θέλω. Ευχετήριες κάρτες παντού. Τις ανοίγω μία-μία. Πάντα μου άρεσε αυτή η διαδικασία. Έχω πολλές. Από χρόνια. Ήμουν παιδί ακόμα.
          Μεγαλώνω. Και συνειδητοποιώ πως τα γενέθλια είναι η συμπλήρωση ενός ακόμα χρόνου με ανεκπλήρωτα όνειρα. Αλήθεια πόσο χρόνο έχω ακόμη για να τα πραγματοποιήσω;
          Είμαι ένα χρόνο λιγότερο νέα απ' ότι ήμουν. Η ηλικία όμως γίνεται απλά ένας αριθμός. Γιατί η ψυχή μου παραμένει νέα. Την βλέπω στην αντανάκλαση του καθρέφτη.
                                                          Συνεχίζω να χαμογελώ.
                                              Συνεχίζω να έχω φίλους που νοιάζονται.
                                      Συνεχίζω να διασκεδάζω παρά τις καταστάσεις.
                                            Άλλη μια μέρα, άλλη μια γενέθλια ημέρα.
                                                 Ναι, ήταν όμορφη παρόλα αυτά.