Ρούλα Κόζη

Κυριακή, Ιουνίου 01, 2014

Η άμαξα του αποχωρισμού...

                             
         
          Το ξύλινο εκκρεμές του τοίχου μετράει αδιάκοπα τα λεπτά. Είναι μόλις δύο λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Στους δρόμους του μικρού χωριού η ησυχία μεγαλώνει καθώς οι κάτοικοί του σβήνουν μία-μία τις λάμπες που φέγγουν στα σπίτια τους και παραδίδονται  σιγά-σιγά στην αγκαλιά του Μορφέα που θα τους χαρίσει την ξεκούραση από τον μόχθο της ημέρας. Η νύχτα είναι σκοτεινή και μόνο ο αέρας ψιθυρίζει απαλά περνώντας ανάμεσα από τα δέντρα και τα σπίτια, κροταλίζοντας με ανατριχιαστικό ρυθμό ένα ξεχαρβαλωμένο παραθυρόφυλλο.
          Σε ένα σπίτι όμως, μια γυναίκα είναι αδύνατον να κοιμηθεί. Στέκεται δίπλα στο παράθυρο του δωματίου της, περιμένοντας ήσυχα και υπομονετικά τον γιατρό να καταφτάσει. Ο πολυαγαπημένος σύζυγός της βρίσκεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι δίπλα της. Στο χαμηλό φως που έβγαζε ένα μοναδικό κερί που έκαιγε στην κάμαρα, μπορούσε να δει το σκελετωμένο του πρόσωπο. Οι συνεχόμενοι, αφόρητοι  πόνοι τον είχαν εξουθενώσει. Ακόμα και τα ισχυρά αναλγητικά που του είχε δώσει ο γιατρός, δεν ήταν πλέον ικανά να τον ανακουφίσουν στο ελάχιστο. Κλείνει το αδύνατο χέρι του μέσα στο δικό της. Το χαϊδεύει απαλά. Νοιώθει την λεπτή, διάφανη σάρκα του. Κρύα, με μια ελάχιστη υποψία ζωής. Ακούει την ανάσα του. Μόλις που αναπνέει. Ξέρει ότι «φεύγει». Ξέρει ότι η ζωή του γλιστράει  σιγά-σιγά και χάνεται, με κάθε ανάσα  που βγαίνει από μέσα του. Ένα μέρος της ψυχής της είναι ευγνώμον, καθώς έτσι δεν θα μπορεί να τον βλέπει άλλο να υποφέρει. Δεν το αντέχει. Από την άλλη θέλει να ουρλιάξει από απόγνωση, να προσπαθήσει έτσι να τον παρακαλέσει να μην την αφήσει μόνη.
          Έξω από το σπίτι ο απαλός, υπόκωφος ήχος από ρόδες και  το κλιπ-κλοπ από οπλές αλόγων αντήχησαν ξαφνικά στην ησυχία της νύχτας. Η γυναίκα που τόση ώρα δεν άφησε τα μάτια της από τον άντρα της, έστρεψε τη ματιά της έξω από το παράθυρο, περιμένοντας να
δει την άμαξα του γιατρού να μπαίνει στο στενό. Αντί γι αυτό, όμως, έκπληκτη αντίκρισε μια σκούρα, κλειστή άμαξα με μαύρες τρύπες εκεί που θα έπρεπε να είναι τα παράθυρα. Τα μπροστινά στελέχη της άμαξας που κρατούν τα άλογα ήταν κενά, όμως εκείνη θα ορκιζόταν ότι άκουγε ακόμη τον ήχο από τις οπλές των αόρατων αλόγων, καθώς η άμαξα κατηφόριζε αργά το στενό δρόμο.
          Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσησε αργά. «Η άμαξα του αποχωρισμού», είπε σιγά  και έφερε τα λόγια του άντρα της στο μυαλό της. Της το ανέφερε μέρες τώρα ο άντρας της, ότι θα ερχόταν να τον πάρει εκείνη τη νύχτα, αλλά εκείνη δεν τον πίστεψε. Δεν ήθελε να τον πιστέψει. Θεώρησε ότι  είχε παραισθήσεις από τον συνεχή υψηλό πυρετό, ότι  ήταν λόγια ασυνάρτητα και δεν έδωσε σημασία.
          Και τώρα να τη. Να διασχίζει αργά το στενό, να φτάνει έξω από το σπίτι τους και να σταματάει μπροστά στην κεντρική πόρτα. Η όψη της την τρομοκρατεί και σφίγγει το χέρι του άντρα της δυνατά. Εκείνος ανοίγει με δυσκολία τα μάτια του. Δυο λεπτές σχισμές. Μόνο τόσο. Δεν έχει τη δύναμη για περισσότερο. Της χαμογελάει ασθενικά και προσπαθεί να της ανταποδώσει το σφίξιμο.
«Είναι εκεί;», μπόρεσε να αρθρώσει τις λέξεις μέσα από τα δόντια του και η φωνή του ακούστηκε σαν ψίθυρος.
Δεν μίλησε. Ένας κόμπος ήρθε και στάθηκε στον λαιμό της, πνίγοντας της τις λέξεις. Του έγνεψε με το κεφάλι καταφατικά.
«Σ’ αγαπώ», της είπε. Ένα πεντακάθαρο σ αγαπώ βγήκε από τα ξερά του χείλη. Όχι, δεν ήταν από τα χείλη του. Ήταν απ’ την ψυχή του, γι αυτό είχε δύναμη.
Λύθηκε σε λυγμούς. Έγειρε πάνω του και τον φίλησε. Ένοιωσε την τελευταία του ανάσα στα χείλη της. Την κράτησε σαν φυλαχτό. Η λαβή στο χέρι της χαλάρωσε ξαφνικά. Δεν ένοιωθε πλέον το ισχνό σφίξιμο του. Κατάλαβε πλέον ότι δεν ζούσε. Σηκώθηκε όρθια, κοιτώντας τρυφερά μέσα από τα δάκρυά της το ωχρό, ασάλευτο πρόσωπό του.
          Μια ανεπαίσθητη κινητικότητα στην πόρτα την έκανε να γυρίσει το βλέμμα της. Είδε το άυλο πνεύμα του άντρα της να στέκετε εκεί. Εκείνο ατένισε πρώτα το άψυχο σώμα του να κείτεται πάνω στο κρεβάτι και έπειτα έστρεψε το βλέμμα του και χαμογέλασε σε εκείνη. Μετά γύρισε και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες. Εκείνη με μιας πήγε στο παράθυρο. Το άνοιξε και κοιτούσε ασάλευτη έξω, ελπίζοντας να τον δει ξανά. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και το πνεύμα του άντρα της βρέθηκε στη βεράντα περπατώντας αργά προς την άμαξα. Η πόρτα της άμαξας ανοίγει και εκείνος στέκεται για μια στιγμή να κοιτάξει προς το παράθυρο του σπιτιού, γνωρίζοντας πως η γυναίκα του παρακολουθεί στα σίγουρα όλο αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια της. Την χαιρέτισε. Ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια της. Η πόρτα της άμαξας κλείνει. Έφυγε.
« Αντίο, αγάπη μου», είπε απαλά όταν η άμαξα χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Ο πόνος του άντρα της μόλις είχε τελειώσει, αλλά ο δικός της μόλις είχε ξεκινήσει. Με βαριά καρδιά κλείνει το παράθυρο, καλεί τον γιατρό στο τηλέφωνο και τον ενημερώνει ότι ο άντρας της δεν υπάρχει πια.