Ρούλα Κόζη

Παρασκευή, Νοεμβρίου 01, 2013

Βράδυ αναμνήσεων.



Εκείνο το βράδυ το ολόγιομο φεγγάρι μεσουρανούσε περήφανο, σκορπίζοντας αμείλικτα το φως του στην πλάση, φωτίζοντας τις άλλοτε σκοτεινές γωνιές και τα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης. Η ώρα ήταν περασμένη, ο κόσμος είχε πλέον παραδοθεί στην γλυκιά αγκάλη του Μορφέα και οι απαλοί ήχοι της νύχτας έντυναν απ’ άκρη σ’ άκρη την πόλη. Το ελαφρύ, δροσερό αεράκι που φυσούσε –τα μελτέμια του Αυγούστου βλέπεις-ανάδευε ρυθμικά τις φυλλωσιές των δέντρων καθώς περνούσε ανάμεσά τους, σιγοψιθυρίζοντας τους έναν μελαγχολικό σκοπό. Ο ύπνος για ένα ακόμη βράδυ δεν έλεγε να την επισκεφτεί. Και έτσι, με το σάλι της να καλύπτει πρόχειρα τους γυμνούς της ώμους, βγήκε από το σπίτι της και κατηφόρισε ξανά το μακρύ πλακόστρωτο στενό για να φτάσει εν τέλη στην ήσυχη ακρογιαλιά της πόλης. Τα μαλλιά της, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, ριγμένα όπως πάντα στους ώμους, άλλοτε ανέμιζαν ακαθόριστα και άλλοτε πάλι τυλίγονταν γύρω από τον λαιμό της. Ο φρέσκος αέρας που φυσούσε ανακατεμένος με την αλμύρα της θάλασσας, χτυπούσε στο πρόσωπό της χαρίζοντάς της φρεσκάδα. Περπάτησε μέχρι το τέλος του δρόμου και κοντοστάθηκε εκεί μαγεμένη από το θέαμα που αντίκριζε. Πράγματι η αυγουστιάτικη πανσέληνος σε μαγεύει. Έχει μια δύναμη αλλιώτικη, μυστική, που σε μαγνητίζει. Η γαλήνια ακρογιαλιά απλωνόταν μπροστά της, λουσμένη από το φως του φεγγαριού. Στο βάθος, πάνω σ’ αυτή τη χρυσοκίτρινη λωρίδα φωτός έπλεε νωχελικά ένα ψαροκάικο. Ήταν η ώρα του μεροκάματου. Κάθισε στο παγκάκι που βρισκόταν λίγα μέτρα μπροστά της. Το αμυδρό φως που έριχνε πάνω του η λάμπα του δρόμου, την βοήθησε να διακρίνει αυτό που ήταν χαραγμένο: «Θα σ’ αγαπάω πάντα». Τέσσερις λέξεις ήταν αρκετές για να της φέρουν στο μυαλό όλα αυτά που χρόνια τώρα είχε θάψει στα πιο βαθιά μονοπάτια του μυαλού της. Όλες οι μύχιες σκέψεις τις μεμιάς ξεχύθηκαν στην επιφάνεια κάνοντας το πρώτο δάκρυ να κυλίσει.
Δεν θα ξεχάσει ποτέ την μέρα που τον γνώρισε. Ήταν Αύγουστος και τότε και το νησί είχε κατακλυστεί από κόσμο. Είχε κατέβει στο λιμάνι να πάρει τη θεία της, που είχε έρθει από την Αμερική και αφού είχε περάσει κάποιες μέρες στην Αθήνα, αποφάσισε να κατέβει στην ιδιαίτερη πατρίδα της. Πάνω στον ενθουσιασμό της δεν πρόσεξε τον νεαρό άντρα που στεκόταν πιο δίπλα και την κοιτούσε με ιδιαίτερο θαυμασμό. Και όταν ξαφνικά τον είδε, σαν να εξαφανίστηκε ο κόσμος από γύρω της. Τα φωτεινά γαλάζια μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του. Η 17 Απρίλιδων καρδιά της σκίρτησε τόσο αναπάντεχα που φοβήθηκε πως θα έβγαινε έξω από το στήθος της.
-«Μάρκος», της συστήθηκε.
-«Σοφία», του απάντησε χαρίζοντάς του το πιο πλατύ χαμόγελό της.
          Το ειδύλλιο τους δεν άργησε να ξεκινήσει. Σε κάθε ευκαιρία τον συναντούσε. Ζούσαν την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία. Γέλια, βλέμματα, αγκαλιές, φιλιά. Τα βράδια το έσκαγε από το σπίτι της και τον συναντούσε στο παλιό λιμάνι. Καθόντουσαν στην ακρογιαλιά και στην ήρεμη επιφάνεια του νερού βλέπανε τα αστέρια να καθρεφτίζονται και ένοιωθαν πως βρίσκονται κάπου ανάμεσά τους. Τον αγάπησε με πάθος, πίστεψε πως τον κατέκτησε. Το ίδιο πίστεψε και για εκείνον, αν και ποτέ δεν της το είπε.
«Μπορώ να σε κρατάω στην αγκαλιά μου όλη την ημέρα, ακούγοντας μονάχα τους παλμούς της καρδιάς σου» του είπε σε μια από τις συναντήσεις τους.
Το καλοκαίρι έφυγε και πήρε μαζί του και εκείνον. Θα έγραφαν όμως γράμματα, για να κρατήσουν επαφή. Άντεξαν τον Σεπτέμβρη. Άντεξαν και τον Οκτώβρη. Τον Νοέμβρη τα γράμματα αραίωσαν αισθητά, μα σαν ήρθε ο Δεκέμβρης, έφερε μαζί του γράμματα με τις πιο ζεστές ευχές και με την υπόσχεση για γρήγορη αντάμωση. Στις 28 του Φλεβάρη έλαβε το τελευταίο γράμμα του. Μια μέρα ακόμα και θα έμπαινε η άνοιξη, μα στην καρδιά της φώλιασε η βαρυχειμωνιά. Στο γράμμα ήταν ξεκάθαρος. Για εκείνον ήταν απλά μια όμορφη καλοκαιρινή ιστορία. Και για να παραμείνει για πάντα όμορφη και ανεξίτηλα χαραγμένη στην μνήμη του, θα έπρεπε να μπει ένα τέλος. Όσο σκληρό και αν ήταν. Κάποιοι άνθρωποι φοβούνται την φθορά που προκαλεί ο χρόνος.
Ποτέ δεν έπαψε να τον περιμένει, ποτέ δεν έπαψε να τον ζητά, ποτέ δεν έπαψε να είναι σίγουρη πως αυτός ο άντρας είναι ό,τι ονειρεύτηκε πριν το ονειρευτεί.

Η λάμπα του δρόμου έσβησε. Το βαθύ μπλε του ουρανού σιγά-σιγά ξεθώριαζε καθώς χάραζε η καινούρια μέρα. Άλλη μια μέρα που θα τον καρτερεί…