Ρούλα Κόζη

Σάββατο, Ιανουαρίου 18, 2020

Είμαι πια δεκάξι…


Sad girl-teenager girl
Paint by Irina Gromovaja


Τα κύματα αναπηδούσαν καθώς τα πόδια μου βυθίζονταν στην άμμο. Την ένιωθα ζεστή και λεπτή καθώς βυθιζόταν μέσα της η σάρκα μου. Μισόκλεισα τα μάτια μου ατενίζοντας τη θάλασσα και με το δάχτυλό μου ψαχούλεψα να βρω στον ορίζοντα κάποιο διερχόμενο πλεούμενο. Σηκώθηκα αργά, έβγαλα τις σαγιονάρες μου και περπάτησα αργά, κατά μήκος της ακτογραμμής. Πίσω μου άφηνα τα χνάρια από τα γυμνά μου πέλματα. Τα κύματα τα κάλυπταν σχεδόν αμέσως, σαν να πάσχιζαν να επαναφέρουν στην αρχική τους μορφή το φυσικό τοπίο.
Στιγμιαία, τη στιγμή δηλαδή που τα πόδια μου άγγιζαν το νερό, πετάχτηκα. Ήταν πολύ παγωμένο. Δοκίμασα ακόμα μια φορά, αυτή τη φορά αργά, πολύ αργά. Άγγιξα το τιρκουάζ υγρό. Καθώς το κρύο νερό κάλυπτε τους αστραγάλους μου, αναρίγησα και κοίταξα μακριά, στο βάθος τη θάλασσα. Μερικά πλεούμενα είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Μικρές βαρκούλες έπλεαν νωχελικά, παραδομένες στη απαλή πνοή του ανέμου και ο ήλιος, που εκείνη την ώρα μεσουρανούσε δυνατός, έριχνε αδίσταχτα τις ακτίνες του, κάνοντας το νερό να λαμπυρίζει. Ο πατέρας θα θύμωνε τόσο πολύ αυτή τη στιγμή, αν με έβρισκε στην παραλία αντί στο σπίτι να κάνω το νοικοκυριό, τις αγγαρείες και τα θελήματα που μου είχε απαιτήσει. Αναρωτιόμουν ποια τιμωρία θα είχε σκεφτεί να μου επιβάλλει αυτή τη φορά. Ίσως έναν δυνατό ξυλοδαρμό. Ένα ρίγος φόβου έκανε το κορμί μου να τρέμει. Έβγαλα αμέσως αυτή τη σκέψη από το μυαλό μου. Δεν με ένοιαζε αυτό. Τώρα ήμουν εδώ, στη θάλασσα, και εκείνος δεν ήταν εδώ, να ωρύεται και να με καταριέται. Ήμουν μόνη και ελεύθερη για πρώτη φορά. Τα μάτια μου δεν μπορούσαν να δουν τίποτε άλλο πέρα από την θάλασσα που απλωνόταν μπροστά μου. Σαν να με είχε μαγέψει η ομορφιά της. Σαν να με αποπλάνησε η γαλήνη της. Η επίδραση που είχε πάνω μου η λάμψη που ακτινοβολούσε μαζί με την άμμο. Τελικά έμαθα ποιο είναι το μυστικό. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Σύρθηκα μέσα της μέχρι τη μέση. Το παντελόνι και η μπλούζα μου βράχηκαν μεμιάς. Ένιωθα υπέροχα να απομακρύνομαι απ΄ το σπίτι μου. Μακάρι να βρισκόμουν εδώ συνεχώς. Ήξερα πως αν ο πατέρας με έβρισκε σε αυτή την κατάσταση, σίγουρα μια ισχυρότερη τιμωρία με περίμενε. «Δε βαριέσαι…», σκέφτηκα, καθώς έμπαινα όλο και πιο βαθιά. Το βαθύ μπλε της χρώμα με ρουφούσε δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο.
Πριν προλάβω να απομνημονεύσω τη στιγμή, άκουσα μια κραυγή. Μια γνώριμη, απαίσια, ανδρική φωνή. Πώς ήταν δυνατόν να είναι ο πατέρας; Δούλευε όπως πάντα ως αργά. Γύρισα προς τη στεριά και πάγωσα.
«Μάρθα!», ούρλιαξε. «Πώς τόλμησες εσύ, βρομοθήλυκο, να παρακούσεις τις εντολές μου, να αφήσεις το σπίτι και να βρεθείς εδώ;». Οι αγριεμένες φωνές του τράβηξαν την προσοχή των κοντινών λουόμενων. Δίστασα. Έπρεπε να απαντήσω; Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζα πως θα σπάσει. Τα αφτιά μου βούιζαν. Ζύγισα στα γρήγορα τις επιλογές που είχα. Θα μπορούσα να κολυμπήσω ως την ακτή και να δεχτώ την τιμωρία μου. Ταπείνωση. Ήμουν δεκαέξι πια. Το κορμί μου σείστηκε ξανά. Θα μπορούσα να τον αγνοήσω και να κολυμπήσω μακριά.
Αφέθηκα. Για πρώτη φορά. Αφέθηκα και άφησα τη θάλασσα και το απαλό αεράκι να με παρασύρουν όπως έκαναν με τις μικρές βαρκούλες. Να με παρασύρουν. Δεν ξέρω για πού, μα σίγουρα κάπου μακριά από εδώ.

20 Νοεμβρίου.
Αφιερωμένο στην παγκόσμια ημέρα για τα δικαιώματα των παιδιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μου την γνώμη σας...