Ρούλα Κόζη

Πέμπτη, Ιανουαρίου 17, 2019

Ο φάρος: Η μοναξιά του φαροφύλακα


           Φωτογραφία: Νίκος Κυριακόπουλος

Από το μπαλκονάκι του φάρου στο οποίο κατοικεί λίγο περισσότερο από μισό αιώνα, μπορεί να δει πολλά μίλια μακρυά την ανοιχτή θάλασσα. Ένα σκαλοπάτι πριν τα ενενήντα, κι όμως η όρασή του δεν τον έχει προδώσει. Μπροστά απ' τα ρυτιδωμένα μάτια του έχουν περάσει οι μεγαλύτερες θηριωδίες αυτού του κόσμου, κι όμως εκείνα επιμένουν να του υπενθυμίζουν πως αυτός ο κόσμος έχει μυριάδες ομορφιές που αξίζει να δει.
   Τα κύματα θρυμματίζονται καθώς παραδομένα στη λύσσα του  αέρα χτυπούν με δύναμη στα βράχια, δυο-τρεις γλάροι κρώζουν και πετούν ατρόμητα ανάμεσά τους, προσπαθώντας να αρπάξουν τα ψάρια που πετάγονται και ξαναπέφτουν στα ταραγμένα νερά. Πιάνει τα κιάλια του και σκανάρει αργά και προσεκτικά τον ορίζοντα, ελπίζοντας να δει κάποιο πλεούμενο, μικρό ή πιο μεγάλο δεν έχει σημασία, βάρκες τολμηρών ψαράδων, μα τίποτα δεν κινούνταν. Κατέβασε τα κιάλια του ίσως λιγάκι απογοητευμένος και κατέβηκε τα σκαλιά που τον οδηγούν στο εσωτερικό του φάρου.
   Ο εσωτερικός  χώρος δεν είναι μεγάλος  ούτε και κάτι το ιδιαίτερο όσο αφορά τον διάκοσμο και την διαρρύθμιση. Έτσι και αλλιώς το μόνο που αναζητούσε ήταν ένα ήσυχο μέρος να περάσει τα χρόνια του. Δική του επιλογή  να αφήσει τον κόσμο και να απομονωθεί.
Το μικρό καθιστικό ενωνόταν με μια υποτυπώδης εξίσου μικρή κουζίνα  μια παλιά τηλεόραση που ποτέ δεν δούλεψε-όχι ότι τον ενοχλούσε αυτό- , ένας πολυκαιρισμένος καναπές στη μια πλευρά του τζακιού, ένα κρεβάτι και οι σκάλες που οδηγούν στο δωμάτιο όπου χειρίζεται το φως του φάρου.
   Στα πενηνταδύο χρόνια που ζει μέσα σ' αυτόν τον φάρο, η μόνη επαφή που έχει με τον έξω κόσμο είναι το ραδιοφωνάκι που έχει στην κουζίνα, ο ασύρματος σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και ο καπετάνιος του μικρού καραβιού που του φέρνει τις προμήθειες σε φαγητό και ό,τι άλλο χρειαστεί κάθε τρεις μήνες. Ο καπετάνιος του είναι ένας πρόσχαρος ασπρομάλλης με κατακόκκινα μάγουλα άντρας γύρω στα εβδομηνταπέντε. Κάποτε υπήρξε ναυτικός. Τώρα πια που οι δυνάμεις του τον έχουν σχεδόν εγκαταλείψει  μεταφέρει τις προμήθειες. Είναι η μόνη του παρηγοριά για να μη μαραζώσει μακριά απ' τη θάλασσα. Κάθε φορά που έρχεται κάθονται με τις ώρες οι δυο τους και συζητάνε. Και κάθε φορά θα του διηγηθεί και από μια ιστορία, μια περιπέτεια που έζησε σε κάποια μακρινή θάλασσα. Και όταν έρθει η ώρα να φύγει ξανά, τότε ανεβαίνει στο μπαλκόνι του φάρου και τον χαιρετά μέχρι που φαίνεται πια σαν μια μικρή κουκκίδα στον ορίζοντα. Πόσες και πόσες φορές του έχει ζητήσει να βγει στη στεριά, μα ο μπάρμπα-Νικόλας δεν τον έχει ακούσει ως τώρα.
   Οι μέρες του πάνω στον φάρο είναι σχεδόν ίδιες η μία με την άλλη. Τη μια θα χαζεύει με τα κιάλια του τον ορίζοντα, ψάχνοντας για  πλεούμενα ή οτιδήποτε του τραβήξει την προσοχή. Την άλλη θα κοιτάζει εξονυχιστικά το τεράστιο τζάμι του φάρου να δει αν είναι καθαρό και αν όλα λειτουργούν σωστά. Τις νύχτες του συνήθως τις περνάει γράφοντας αναφορές και ακούγοντας τα δελτία καιρού στο ραδιοφωνάκι. Άλλοτε πάλι θα διαβάζει κάποιο βιβλίο ή θα φέρνει στο νου του τις περιπέτειες του καπετάνιου, προσπαθώντας να τον φανταστεί να επιβιώνει κόντρα σ' αυτές, ενώ το βουητό του φάρου σκίζει τη σιωπή και το λαμπερό φως του σκορπίζεται στη σκοτεινή θάλασσα. Δεν είναι λίγες οι φορές που τις ημέρες κάνουν την εμφάνισή τους δελφίνια. Τότε αφήνει για λίγο την περιποίηση του μικρού, καλά φραγμένου και προστατευμένου κήπου που έχει φτιάξει και τα χαζεύει να κάνουν τα παιχνιδίσματα τους με το νερό.
   Η σημερινή μέρα κυλούσε με θυελλώδης ανέμους και τη θάλασσα ανταριασμένη. Καθισμένος στο μικρό καθιστικό, ακούει έναν δυνατό κρότο. Χαμηλώνει την ένταση του Ραδιοφώνου και βγαίνει έξω να δει τι έχει συμβεί. Προς έκπληξή του στα βράχια κάτω από τον φάρο έχει προσκρούσει μια βάρκα και ένας άντρας που τουλάχιστον φαινόταν σώος και αβλαβής κουνούσε τα χέρια σε ένδειξη ότι όλα είναι καλά και κατευθύνεται στα βράχια για να σκαρφαλώσει. Είναι ένας άνδρας νεαρής ηλικίας που τον χαιρετά ενώ  έχει ήδη διανύσει την μισή διαδρομή προς τα πάνω. Φτάνει στην κορυφή  και του εξηγεί πως δεν υπολόγισε σωστά  το βάθος με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στα βράχια. Με μια γρήγορη ματιά φάνηκε πως η βάρκα έχει πάθει αρκετή ζημιά έτσι ώστε να μπορεί  να ξαναβγεί στο νερό. Τον καλεί αμέσως μέσα. Του προσφέρει στεγνά και ζεστά  ρούχα και ετοιμάζει ένα πιάτο ζεστό φαγητό. Αμέσως πιάνει τον ασύρματο και ενημερώνει για την κατάσταση. Ξέρει πολύ καλά  πώς είναι να περιμένεις νέα για κάποιον που λείπει. Τα σύννεφα πύκνωσαν πλέον για τα καλά και έχουν κατέβει τόσο χαμηλά που μοιάζουν έτοιμα να αγγίξουν τον φάρο. Η ένταση του ανέμου αυξήθηκε και η καταιγίδα είναι προ των πυλών. Η πόρτα του φάρου με μια ισχυρή ριπή ανέμου ανοίγει διάπλατα και οι δύο άνδρες σηκώθηκαν για να την κλείσουν. Τα σχεδόν ενενήντα χρόνια του ηττήθηκαν από τα σαράντα του ξαφνικού επισκέπτη που πρόλαβε  και την έκλεισε. Του εξηγεί πώς έφτασε ως εδώ. Η βροχή άρχισε να πέφτει δυνατή και ο γερο-φαροφύλακας πιάνει να σκαλίζει τη φωτιά για να τη ζωντανέψει.
   Έφτανε πια απόγευμα. Η ώρα είχε περάσει τόσο  γρήγορα με παρέα και κουβέντα. Φτιάχνει και για τους δύο τους από ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι. Συνεχίζουν την κουβέντα τους. Ο καιρός έξω τους μήνυσε πώς μόνο ένας  τρελός θα μπορούσε να διασχίσει τη θάλασσα  αυτή την ώρα  οπότε η διανυκτέρευση του νεαρού άνδρα ήταν πια μονόδρομος, κάτι που τους επιβεβαίωσε λίγα λεπτά αργότερα η φωνή μέσα απ'τον ασύρματο. Ο νεαρός άνδρας δεν φάνηκε να ενοχλήθηκε με αυτή την εξέλιξη. Το νεαρό  της ηλικίας του τον έκανε να το δει όλο αυτό σαν μια εμπειρία. Ποτέ ξανά δεν είχε μείνει σε φάρο. Ήταν ευκαιρία λοιπόν να δει πώς λειτουργεί όλο αυτό το σύστημα. Μα ούτε και ο μπάρμπα-Νικόλας δυσανασχέτησε. Καλή ήταν που και που μια συντροφιά. Ανεβαίνουν τα σκαλιά και μπαίνουν στο μικρό δωμάτιο όπου θα ο φαροφύλακας θέτει σε λειτουργία  τον φάρο. Το φως ανάβει.
   Πίσω στο καθιστικό οι δύο τους φτιάχνουν ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι για τον φιλοξενούμενο κοντά στο τζάκι. Η καταιγίδα γύρω τους ήταν σε εξέλιξη, μα μέσα στον φάρο είναι τόσο ζεστά που δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τι συμβαίνει έξω. Κατά τα μεσάνυχτα αποφασίζουν να πάνε για ύπνο με τη φωτιά να σιγοκαίει χαρίζοντας ένα γλυκό ροδοκόκκινο χρώμα στο χώρο.
   Το επόμενο πρωί, δεν θυμίζει σε τίποτα την χτεσινή ημέρα. Ένας λαμπρός ήλιος απλώνεται στον πεντακάθαρο από σύννεφα ουρανό και η θάλασσα απλώνεται γαλήνια. Ανεβαίνουν και οι οι δύο τους πάνω να σβήσουν τον φάρο. Ατενίζουν τον ορίζοντα. Ακόμα και στον γέρο φαροφύλακα φαίνεται απίστευτη η τόση γαλήνη. Η ενημέρωση από την ακτοφυλακή ήρθε την ώρα που έπαιρναν το πρωινό τους πάνω στο μπαλονάκι. Ο γεράκος ρίχνει μια ματιά στον αυτοσχέδιο κηπάκο  του. Έστεκε ακόμα εκεί αγέρωχος, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Χαμογέλασε ανακουφισμένος.
   Οι διασώστες έφτασαν και ο νεαρός άνδρας επιβιβάζεται ασφαλής πλέον στο σκάφος τους. Του πρότεινε  να πάρει την απόφαση και να βγει απ τον φάρο. Ο φαροφύλακας του έγνεψε. Φεύγοντας το σκάφος, κατάλαβε πόσο μοναδική ήταν  η ζωή του εδώ πάνω στον φάρο. Του άρεσε να βλέπει που και που ανθρώπους,μα προτιμούσε τη μοναξιά. Για κείνον είναι κάτι σαν τελετουργικό. Κάθε φορά που ανάβει τον φάρο, το κάνει με ευλάβεια. Οι φάροι έχουν ταυτιστεί με το φως,με την ελπίδα. Ακόμα και τα πιο άγρια κύματα δεν καταφέρνουν ποτέ να τους γκρεμίσουν. Ένας ναυτικός θα σου πει με σιγουριά πως είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς άλλος τη λύτρωση που νιώθουν όταν μέσα στα σκοτάδια και την αγριεμένη θάλασσα αντικρίζεις το φως τους....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μου την γνώμη σας...