Ρούλα Κόζη

Τρίτη, Μαρτίου 04, 2014

Κρίση vs Έρωτας, σημειώσατε διπλό!






Ξεκινώντας με τα πόδια από την 3ης Σεπτεμβρίου στην οποία κατοικώ από τη γέννησή μου, 29 και κάτι ψιλά χρόνια, και περνώντας από την πλατεία Ομονοίας , την  «πίσω αυλή» της πρωτεύουσας όπως άκουσα μια μέρα να την αποκαλούν, με τους αμέτρητους οικονομικούς, πολιτικούς και δεν ξέρω τι άλλο μετανάστες στοιβαγμένους σε ετοιμόρροπα σπίτια που συνεχίζουν να υπάρχουν στα σκοτεινά σοκάκια της, με τα νεαρά κορίτσια-πολλά από αυτά ανήλικα- να ψάχνουν για «πελάτες» ακόμα και μέρα μεσημέρι και με το παραεμπόριο ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα να λαμβάνει χώρα κάτω από το «άγρυπνο» μάτι της Ελληνικής Αστυνομίας, βρίσκομαι πάνω στην πάλαι ποτέ Πανεπιστημίου που τώρα ονόμασαν Ελευθερίου Βενιζέλου, να προσπερνώ-όχι αδιάφορα αλλά τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω;-τους δικούς μας άστεγους, παλιούς και νέους, εκείνους που μέχρι πριν λίγα χρόνια ζούσαν όχι πλουσιοπάροχα, αλλά τουλάχιστον ευπρεπώς και που τώρα  εξαιτίας της οικονομικής κρίσης έχασαν τα πάντα και αντί να διαλέξουν τον δειλό δρόμο της αυτοχειρίας, προτίμησαν να μείνουν στον δρόμο, καρτερώντας το επόμενο ξημέρωμα η ζωή τους να γίνει έστω γκρίζα και σιγά-σιγά να ξαναβρεί το χαμένο, ζωηρό της χρώμα. Φτάνω Πανεπιστήμιο. Πλατεία Κοραή. Έξω από τον σταθμό του μετρό. Το ίδιο σκηνικό: εγκατάλειψη, ζητιάνοι, βρωμιά. Α, ξέχασα! Είναι και οι γυάλινες πυραμίδες! Θέλησαν να μοιάσουν σ’ εκείνες του Λούβρου, μα πέρασαν και ούτε που άγγιξαν… Να και η ομώνυμη στοά. Ένας άλλος κόσμος ξαφνικά. Μπαίνω χωρίς να το σκεφτώ. Το κρύο είναι τσουχτερό και παρόλο το περπάτημα που έριξα δεν μπόρεσα να ζεσταθώ. Μπαίνω στο γνωστό μπαράκι, σ αυτό που συχνάζω τα τελευταία χρόνια. Πάνε, βλέπεις, οι εποχές που τριγυρνούσα στα πρωτοκλασάτα του Κολωνακίου. Με το βλέμμα  ψάχνω την οικεία μου γωνιά στο μπαρ η οποία-ω, ναι! Τι ευχαρίστηση- είναι διαθέσιμη. Ο μπάρμαν, που με έχει μάθει πια, μου σερβίρει αμέσως το γνωστό. Και εκεί που πιάνω να πιω την πρώτη γουλιά, βλέπω ένα ζευγάρι καστανά μάτια να με κοιτούν επίμονα. Αυτό ήταν! Η καρδιά μου ζεστάθηκε με μιας. Αφήνω αργά-αργά το ποτό μου και κάνω πως κοιτάζω αδιάφορα γύρω μου. Εσύ όμως εκεί. Μιας και δεν είχα το κινητό μαζί μου-λόγω κρίσης δεν το είχα πληρώσει και μου το είχαν κόψει- αποφάσισα να συγκεντρωθώ στο φλερτ που μόλις είχες ξεκινήσει. Όταν κατάφερες να μαζέψεις το απαιτούμενο θάρρος και να σκεφτείς τι θα μου πεις, καθώς το τετριμμένο «να κεράσω ένα ποτό;» δεν ίσχυε πλέον στις μέρες μας, σηκώθηκες από την θέση σου, με πλησίασες και αποφάσισες τελικά να είναι είσαι ο εαυτός σου λέγοντάς μου απλά «γεια, είμαι ο Στέφανος. Τι θα έλεγες αν σου ζητούσα να με αφήσεις να ανακαλύψω τι υπάρχει πίσω από αυτό το μυστηριώδες βλέμμα;» Δεν απάντησα. Τα χείλη μου σχημάτισαν αμέσως το χαμόγελο που σου έδινε το πράσινο φως. Δεν είχα να χάσω κάτι. Δεν είχες να χάσεις κάτι. Στη ζωή μου έχω μάθει πως από όλες τις ιστορίες που τελείωσαν, πάντα θα πονάει περισσότερο αυτή που δεν πρόλαβε να αρχίσει. Μιας που δεν υπήρχαν λεφτά και για δεύτερο ποτό, αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε, με λίγη δόση αμηχανίας στην αρχή, καθώς δεν υπήρχε η τεχνητή άνεση που δημιουργεί το αλκοόλ, χαλαρά και με νηφαλιότητα που όμως μας επέτρεψε να δείχνουμε όσο το δυνατόν πιο κανονικοί γίνεται ως δυο άτομα που μόλις πριν λίγο γνωρίστηκαν. Η ώρα είχε περάσει για τα καλά και έπρεπε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας καθώς η αυριανή μέρα ήταν ακόμη-ευτυχώς και για τους δυο μας-εργάσιμη. Με πήγες ως το σπίτι μου. Αφού δεν μπορούσα να σου κάνω αναπάντητη, έβγαλα ένα χαρτάκι και σου έγραψα το τηλέφωνό μου. Τελικά αυτή η κρίση μας έχει κάνει να γυρίσουμε στο παραδοσιακό ραντεβού. Μου είπες πως θα με καλούσες την επόμενη ημέρα. Και έτσι έκανες. Ορίσαμε το ραντεβού μας για τις εννιά το βράδυ. Αποφύγαμε τα κλισέ μέρη όπως η καφετέρια, το μπαράκι ή το σινεμά και αποφασίσαμε να κάνουμε μια μεγάλη βόλτα στην στολισμένη για τα Χριστούγεννα Αθήνα. Και περάσαμε πολύ όμορφα, είναι αλήθεια, χωρίς να χαλάσουμε ούτε ένα ευρώ. Περιπλανηθήκαμε στα σοκάκια της Πλάκας και φτάσαμε στο Μοναστηράκι. Είδαμε τους πλανόδιους ζογκλέρ να κάνουν το νούμερο τους και να διασκεδάζουν τον κόσμο ο όποιος ως ανταμοιβή άφηνε τον οβολό του. Φτάσαμε στο Σύνταγμα και κάτω από το φωτισμένο δέντρο δώσαμε το πρώτο μας φιλί.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα, γνωριστήκαμε καλύτερα και αναπόφευκτα ο έρωτας γεννήθηκε ανάμεσά μας. Υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλον αιώνια πίστη και αφοσίωση ό,τι και αν γίνει. Να είμαστε ο ένας συμπαραστάτης του άλλου στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Μήπως βιαστήκαμε;  Ο χρόνος μόνο μπορούσε να αποδείξει αν κάναμε λάθος ή όχι.
Ένα χρόνο μαζί σου και νοιώθω σαν να σε ξέρω όλη μου τη ζωή. Ίσως να φταίει που ό,τι και αν αποφασίζουμε να κάνουμε, το κάνουμε με λαχτάρα, του δίνουμε αμέσως ζωή. Μπορεί η κρίση γύρω μας όλο να βαθαίνει, εμείς όμως βρίσκουμε τρόπους να περνάμε καλά. Τι και αν είναι περιορισμένες οι έξοδοί μας; Πολλά βράδια μένουμε στο σπίτι μαγειρεύουμε μαζί και βλέπουμε ταινίες. Άλλοτε πάλι διαβάζουμε, ακούμε μουσική και όταν παίζει το αγαπημένο μας κομμάτι, χορεύουμε αγκαλιασμένοι. Ακόμα και τις ώρες που απλά τις περνάμε σιωπηλοί στο δωμάτιο, εσύ να διαβάζεις και εγώ να γράφω, για μένα είναι σημαντικές. Οι όμορφες μέρες και νύχτες δεν έχουν τον ήλιο και το φεγγάρι ανάγκη.
Σε μια από τις συναντήσεις μας μου ανακοίνωσες πως έχασες την δουλειά σου. Ήσουν απελπισμένος, φοβισμένος. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Σου ζήτησα να μετακομίσεις στο σπίτι μου. Και το δέχτηκες. Δεν φοβηθήκαμε ότι η καθημερινή ρουτίνα που θα αναπτυχθεί, θα κάνει κακό στη σχέση μας. Αντιθέτως, μέσα από τις καθημερινές δυσκολίες δεθήκαμε περισσότερο. Ήταν στιγμές που ένοιωθες ότι σε «συντηρώ»,  αλλά για να σε κάνω να νοιώσεις καλύτερα σου έλεγα ότι μου το ανταποδίδεις με το να με φροντίζεις όσο είμαι στο σπίτι. Ένα χρόνο αργότερα μπόρεσες να βρεις επιτέλους μιαν άκρη με τη δουλειά, έχασα όμως εγώ τη δική μου και οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Δεν λέω ότι δεν υπήρξαν και στιγμές που τα προβλήματα στη σχέση μας, μας έκαναν να σκεφτούμε το ενδεχόμενο του χωρισμού. Μα δεδομένης της κατάστασης μπορέσαμε να ελέγξουμε τα συναισθήματά μας και να μην πράξουμε παρορμητικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι παραμείναμε μαζί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Οι διακοπές σε κάποιο κοσμοπολίτικο νησί φάνταζε εξωπραγματικό όνειρο. Έτσι, λοιπόν, το πρώτο μας καλοκαίρι όπως και τα επόμενα δύο που ακολούθησαν, τα περάσαμε στο χωριό, τον τόπο καταγωγής της μητέρας μου. Παραθαλάσσιο όπως ήταν, θα μπορούσαμε να χαρούμε την θάλασσα. Εκεί έγινε αναπόφευκτα και οι γνωριμία με τους γονείς μου. Οι οποίοι μπορώ να πω, σε λάτρεψαν. Για την μητέρα μου έγινες ο γιος που δεν απέκτησε και για τον πατέρα μου ο κολλητός που μπορούσε να κάνει μαζί του κάθε τρέλα, ξαναζώντας τη νιότη του.


Και φτάνουμε στο σήμερα. Το κοντέρ της σχέσης μας έχει καταγράψει τέσσερα υπέροχα χρόνια. Ακόμα παλεύουμε να πραγματοποιήσουμε  το ταξίδι στην Ιταλία που μου έχεις υποσχεθεί. Αλλά δεν πειράζει… Γνωριστήκαμε στα χρόνια της κρίσης και εξαιτίας της ζήσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε έναν αυθεντικό έρωτα και μια δυνατή αγάπη, που δεν στηρίζεται στα υλικά αγαθά, αλλά στην εκτίμηση, τον σεβασμό και στην μαγεία που κρύβεται στα απλά καθημερινά πράγματα. Όταν ερωτεύεσαι πραγματικά, δεν πατάς στη γη, γι αυτό και δεν σκοντάφτεις στα εμπόδια της καθημερινότητας. Δίνεις απλά το χρόνο για να ανθίσει και το χώρο για να ριζώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μου την γνώμη σας...