Ρούλα Κόζη

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 03, 2014

Σε μια αίθουσα αναμονής αεροδρομίου.








Περνώντας και από τον τελευταίο έλεγχο, εκείνο των επιβατών και των χειραποσκευών τους, έφτασε στην αίθουσα αναμονής με τα μπλε καθίσματα. Ο κόσμος ήταν  λιγοστός, μιας που ο Όμηρος, το αεροδρόμιο της Χίου, δεν είναι μεγάλο και έτσι είχε την ευκαιρία να διαλέξει την θέση εκείνη που θα της επέτρεπε να παρακολουθεί με ευκολία τους υπόλοιπους επιβάτες που περίμεναν το ίδιο αεροπλάνο με εκείνη. Από μικρή παρακολουθούσε τους ανθρώπους όπου και αν πήγαινε. Όχι από περιέργεια. Ήταν απλά μια συνήθεια. Σαν να μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να μάθει την ιστορία της ζωή τους. Απλά κοιτώντας τους.  Αυτό το χόμπι πάντα την έκανε να αισθάνεται πιο συνδεδεμένη με τους ανθρώπους γύρω της. Ένιωθε πως και αυτοί είναι άνθρωποι σαν και εκείνη, με τις ίδιες ανησυχίες, με τα ίδια όνειρα και πάντα με την ίδια ερώτηση να τριγυρνάει στο μυαλό: «Ποιος είμαι;»  Κάποιες φορές ήταν διασκεδαστικό, καθώς αυτά που ανακάλυπτε ήταν ευχάριστα. Άλλες φορές λυπηρό και μετάνιωνε γι’ αυτή της τη συνήθεια. Ήταν άνθρωποι ψηλοί, άνθρωποι κοντοί. Αδύνατοι και μη, μεγάλοι, μικροί, μαύροι, λευκοί. Άνθρωποι χαρούμενοι ή σκυθρωποί. Άνθρωποι ξέγνοιαστοι και άλλοι αγχωμένοι.  Ήταν όλοι εκεί. Γύρω της. Γύρω μας. Οι ζωές μας γραμμές, σαν διαδρομές, που ένα αόρατο δάχτυλο τις χαράζει στο χώμα. Και τις ενώνει στιγμιαία. Στους δρόμους, τις πλατείες, στα μπαρ, στα αεροδρόμια. Αυτό είναι η ζωή. Μια αίθουσα αναμονής αεροδρομίου. Όλοι έχουμε έναν  προορισμό. Μπαίνουμε στο αεροπλάνο και κάνουμε το ταξίδι. Και ύστερα έρχεται η βροχή και σβήνει τις διαδρομές αυτές και φτιάχνει νέες.
Το βλέμμα της εστίασε σε ένα άντρα που καθόταν στην απέναντι γωνία στα αριστερά της. Ήταν γύρω στα 60. Αν και το σώμα του ήταν αρκετά καμπουριασμένο, μπορούσες να καταλάβεις ότι επρόκειτο για έναν ψηλό άνδρα.  Τα μάτια του ήταν καστανά, μικρά και στενά. Τα γκρίζα μαλλιά του ελαφρώς μακριά και κυματιστά  ήταν ατημέλητα. Το ίδιο και τα ρούχα του. Όλη του η εμφάνιση πρόδιδε προχειρότητα και παραίτηση από το κάθε τι. Θα έλεγες ότι ήταν νευρικός, ανήσυχος. Σαν να περίμενε κάτι. Την κατάλληλη στιγμή. Στα γόνατά του είχε ακουμπισμένο έναν μικρό, μαύρο σάκο, σφιχτά δεμένο με σπάγκο. Τον κοιτούσε προσεκτικά για ώρα. Προσπαθούσε να μαντέψει όπως έκανε πάντα. Να φανταστεί τη δική του ιστορία ζωής. Τίποτα. Γύρισε από την άλλη, προσπαθώντας να εστιάσει κάπου αλλού. Το μυαλό της όμως γυρνούσε στον παράξενο αυτόν άνδρα. Και λίγα δευτερόλεπτα μετά γύρισε ξανά προς το μέρος του. Είχε εξαφανιστεί. Έσμιξε τα φρύδια. Πού μπορεί να είχε πάει;
Στρέφοντας για δεύτερη φορά τη ματιά της προς την αντίθετη κατεύθυνση, σχεδόν αναπήδησε από τη καρέκλα της στην θέα του παράξενου άνδρα ακριβώς δίπλα της.
Η ταραχή της τον έκανε να της μιλήσει επιτόπου.
«Συγνώμη, δεσποινίς, δεν ήθελα να σας τρομάξω», απολογήθηκε.
«Ναι, αλλά το καταφέρατε», αποκρίθηκε κάπως απότομα.
Η αντίδρασή της τον έκανε να χαμηλώσει το βλέμμα του. «Δεσποινίς;», ακούστηκε ξανα.
«Ναι;», απάντησε απρόθυμα.
«Θα μπορούσα να σας ζητήσω μια χάρη;». Η φωνή του ήταν απαλή και ο τόνος της σταθερός, γεμάτος σιγουριά.
« Εεεε… πώς μπορώ να σας βοηθήσω;». Το τελευταίο πράγμα που ήθελε αυτή τη στιγμή ήταν να πιάσει κουβέντα με έναν τόσο παράξενο άντρα, παρόλα αυτά προσπάθησε να είναι όσο πιο ευγενική γινόταν.
«Είναι πραγματικά πολύ σημαντικό αυτό που θα σας ζητήσω».
 «Τι ακριβώς θέλετε από εμένα;» είπε αποφασιστικά.
«Θα ήθελα να πάρετε μαζί σας στο αεροπλάνο αυτό το πακέτο που κρατάω», της αποκρίθηκε χωρίς άλλες περιστροφές.
Ξαφνιάστηκε. Τον κοιτούσε αμίλητη για αρκετά δευτερόλεπτα.
Και συνέχισε.
«Είναι το πιο σημαντικό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κάποιος για μένα».
Οποιοσδήποτε άνθρωπος με κοινή λογική θα αντιδρούσε όπως και εκείνη.
«Συγνώμη, κύριε, μα δεν είμαι διατεθειμένη να μεταφέρω για κανέναν λόγο παράνομες ουσίες μέσα στο αεροπλάνο ή ό,τι άλλο θα μπορούσε να περιέχει αυτός ο σάκος!», άρχισε να φωνάζει.
«Και που ξέρω εγώ αν εσείς δεν είστε τρομοκράτης και μέσα εκεί υπάρχει βόμβα;», συνέχισε στον ίδιο τόνο.
«Δεσποινίς…»
«Και σας παρακαλώ αφήστε με ήσυχη αμέσως, αλλιώς θα αναγκαστώ να καλέσω την ασφάλεια του αεροδρομίου!».
Πολλοί από τους παρευρισκόμενους είχαν στρέψει τα κεφάλια τους προς το μέρος τους και παρακολουθούσαν τον διάλογο που ήταν σε εξέλιξη.
«Δεσποινίς, αν μέσα στον σάκο υπήρχε οτιδήποτε παράνομο ή μια βόμβα όπως είπατε, δεν θα κατάφερνα να περάσω επιτυχώς από το έλεγχο», απάντησε απλά.
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο στη στιγμή.
Ένα αχνό χαμόγελο, φώτισε το σκυθρωπό του πρόσωπο.
«Μαρκέλλα, το ξέρω ότι πηγαίνεις στην Αθήνα για να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα. Ξέρω επίσης ότι κανείς δεν σε περιμένει εκεί, ούτε δουλειά έχεις βρει, ούτε χρήματα έχεις για να μπορέσεις να ζήσεις».
Άνοιξε το στόμα της, αλλά  ο άνδρας αμέσως κατάλαβε τι ήθελε να ρωτήσει και έτσι την πρόλαβε.
« Δεν έχει σημασία πώς τα ξέρω όλα αυτά… Κοίτα, θα σου δώσω 15.000 ευρώ αν μεταφέρεις αυτό το πακέτο για μένα», είπε και σώπασε.
Η ανάσα της σταμάτησε στον λαιμό της. Το στομάχι της σφίχτηκε.
Κι έπειτα ξέσπασε ξανά.
« Τι πράγμα; Συγνώμη, πώς με ξέρετε; Ποιος σας έβαλε να μου στήσετε όλο αυτό το παιχνίδι; Πώς μπορείτε να παίζεται με τον πόνο ενός άγνωστου ατόμου το οποίο ούτε που φαντάζεστε σε τι κατάσταση μπορεί να βρίσκεται;»
Είχε πλέον σηκωθεί από την θέση της και πηγαινοερχόταν πάνω κάτω ασταμάτητα. Γύρισε και τον κοίταξε απειλητικά.
Τρόμαξε.
«Έπρεπε να το καταλάβω…», ψέλλισε μέσα από τα δόντια της.
«Μόνο εκείνος θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο… να με γελοιοποιήσει… να με κάνει να νοιώσω… Πείτε του λοιπόν, πως το κόλπο του δε έπιασε. Δεν θέλω τα λεφτά του! Δεν θέλω τίποτα από εκείνον…»
Το σοκ και θλίψη που διαπέρασαν το πρόσωπό του ήταν εμφανείς και την έκαναν αμέσως να καταλάβει πως για ακόμα μια φορά είχε πέσει έξω στην πρόβλεψή της για εκείνον. Όλα αυτά δεν είχαν καμία σχέση με τον πρώην της. Έσκυψε το κεφάλι της παραδομένη και έκατσε ξανά στη θέση της. Είχε πλέον μπερδευτεί εντελώς. Δεν ήξερε τι σήμαιναν όλα αυτά. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε φερθεί απαίσια. Τόσο απλά.
«Σας ζητώ ειλικρινά συγνώμη, κύριε…», ψέλλισε. «Μόλις βγήκα από μία άσχημη σχέση που ακόμα με πονάει και…»
Ο ηλικιωμένος άντρας της κράτησε το χέρι.
«Αν ακόμα ενδιαφέρεστε, θα πάρω αυτό το δέμα και θα κάνω ό,τι μου ζητήσετε», είπε με απολογητικό ύφος.
Το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του άντρα που καθόταν απέναντί της, φωτίστηκε με το πιο λαμπρό χαμόγελο που είχε δει ποτέ στη ζωή της.
«Σε ευχαριστώ τόσο πολύ…», ήταν η απάντησή του, που ερχόταν από τα τρίσβαθα της ανακουφισμένης πλέον ψυχής του, παραδίδοντας της παράλληλα το παράξενο δέμα συνοδευμένο από έναν φάκελο.
«Α, όχι.. όχι… δεν μπορώ να δεχτώ χρήματα από εσάς… ύστερα από τη απαίσια συμπεριφορά μου», του αποκρίθηκε στη στιγμή.
«Μα δεν είναι χρήματα… οδηγίες είναι», της απάντησε χαμογελώντας ακόμη.
«Να τις διαβάσεις όταν θα έχεις πλέον μπει στο αεροπλάνο», ήταν η τελευταία του φράση, πριν την αποχαιρετίσει.
Έψαχνε να βρει λέξεις, μα είχε κολλήσει.
«Ευχαριστώ», κατάφερε τελικά να πει, αλλά ο μυστηριώδης ηλικιωμένος άνδρας ήταν ήδη μακριά για να το ακούσει.
Στο αεροπλάνο κάθισε με το δέμα στα γόνατά της και τον φάκελο σφιχτά κρατημένο στα χέρια της. Ψηλάφησε τον φάκελο απ’ άκρη σ’ άκρη, ένοιωσε την λεπτότητά του. Ήταν πράγματι απλώς ένας φάκελος με οδηγίες.
Λίγα λεπτά μετά την απογείωση και μη έχοντας κάτι να κάνει, αποφάσισε να ανοίξει τον φάκελο.
«Μέσα σε αυτό το πακέτο θα βρεις ένα πολύτιμο δώρο. Ό,τι πιο πολύτιμο θα μπορούσε να δώσει ένας άνθρωπος σε ένα άλλον. Και το δίνω σε σένα».
«Μα τι είδους οδηγίες είναι αυτές;», αναρωτήθηκε. Άφησε στην άκρη το χαρτί και άρχισε να ξετυλίγει αργά το δέμα.
Στο εσωτερικό του βρήκε ένα χειροποίητο, γυάλινο, κόκκινο, χριστουγεννιάτικο στολίδι σε σχήμα καρδιάς, την φωτογραφία ενός νεαρού αγοριού  πάνω στην οποία ήταν καρφιτσωμένο ένα σημείωμα και πολλές δεσμίδες χαρτονομισμάτων. Τα είχε χάσει εντελώς. Άνοιξε το σημείωμα και άρχισε να διαβάζει:
«Δεν γνωρίζεις την οικογένειά μου, γι αυτό θα σου πω πως αυτός ήταν ο γιος μου. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα πριν πολλά χρόνια. Ο θάνατός του δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη ζωή σου, εκτός από το ότι ήταν ένα ιδιαίτερα ζωντανό πλάσμα που ρουφούσε την κάθε στιγμή της ζωής του και πάλευε να την κάνει καλύτερη, όπως ακριβώς και εσύ. Γι’ αυτό σου δίνω τρεις πολύτιμους θησαυρούς: έμπνευση, αγάπη και ένα νέο ξεκίνημα».
Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα που τα άφησε να τρέξουν στα μαγουλά και τον λαιμό της. Τι και αν ο διπλανός της την κοιτούσε με απορία. Έγειρε στο πλάι και κοίταξε κατάματα τον ήλιο που άπλωνε την χρυσή του φορεσιά πάνω στη θάλασσα. Ναι μπορούσε να τα καταφέρει. Ένοιωθε πάλι δυνατή, ζωντανή, φρέσκια, αισιόδοξη. Είχε ξαναγεννηθεί. Έμπνευση και αγάπη. Αυτά χρειαζόταν. Και το νέο της ξεκίνημα ήταν γεγονός.