Ρούλα Κόζη

Κυριακή, Μαρτίου 16, 2014

Μισοτελειωμένες δουλειές...

           


     

         Το δικηγορικό γραφείο στο οποίο εργάζεται  τον τελευταίο χρόνο η Μαρίνα, βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, κάτω από την σκιά της Ακρόπολης στην οδό Άγρας. Πρόκειται για ένα αρκετά παλιό αλλά πλήρες ανακαινισμένο διώροφο κτίριο το οποίο έχει μετατραπεί σε γραφεία διαφόρων ειδικοτήτων. Η δουλειά της το τελευταίο διάστημα  έχει αυξηθεί τόσο, που αναγκάζεται πολλές φορές να παραμένει ως αργά το βράδυ στο γραφείο, προκειμένου να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Εκείνο το βράδυ της 9ης Αυγούστου με την πανσέληνο να λούζει με το ασημέ
νιο της φως της τον ιερό βράχο της Ακρόπολης και την αφόρητη ζέστη να ξεχύνεται από τον ορθάνοιχτο παράθυρο, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο το έργο της, έμεινε ως πολύ αργά, καθώς η υπόθεση που είχε αναλάβει ήταν ιδιαιτέρως απαιτητική και ο πελάτης εκνευριστικά πιεστικός και δύστροπος.
                Το ρολόι του τοίχου έδειχνε δύο λεπτά μετά τις δύο τα ξημερώματα. Η ησυχία είχε απλωθεί παντού, στο δρόμο αλλά και μέσα στο κτίριο καθώς ήταν η μοναδική που είχε απομείνει να εργάζεται. Το μεταφραστικό κέντρο που στεγαζόταν στο ισόγειο, είχε κλείσει από νωρίς το απόγευμα και ο οδοντίατρος που βρισκόταν στον ίδιο όροφο με εκείνη, είχε ξεμπερδέψει με τον τελευταίο πελάτη στις εννιά και μισή. Τα υπόλοιπα γραφεία του ορόφου δεν λειτουργούσαν όπως και αυτά του δεύτερου ορόφου. Τα πλήκτρα του υπολογιστή της ήταν ο μοναδικός ήχος που ακούγονταν. Πλέον ένοιωθε φοβερά κουρασμένη και αποφάσισε να σταματήσει για σήμερα. Αφού τακτοποίησε όχι και με ιδιαίτερη φροντίδα τα χαρτιά της, πήρε την τσάντα της, βγήκε από το γραφείο της και κλείδωσε την πόρτα. Περπάτησε ως τις σκάλες μιας που το ασανσέρ είχε να το χρησιμοποιήσει πολλά χρόνια, από όταν ήταν φοιτήτρια ακόμα, εξαιτίας μιας εντελώς άτυχης συγκυρίας, ενώ βρισκόταν με άλλα δύο άτομα στο ασανσέρ στον δεύτερο όροφο, το συρματόσχοινο λόγο κακής συντήρησης έσπασε, με αποτέλεσμα να βρεθούν στο ισόγειο χωρίς ευτυχώς να τραυματιστούν σοβαρά. Εξάλλου στον πρώτο όροφο δούλευε. Όσο κουρασμένη και να ήταν μπορούσε να κατέβει έναν όροφο.
            Καθώς προχωρούσε στον διάδρομο του ισογείου, ακούει να καλεί κάποιος το ασανσέρ και το ασανσέρ να ανεβαίνει. Πάγωσε το αίμα της. Ήταν εντελώς σίγουρη ότι όλες αυτές τις ώρες ήταν μόνη της στο κτίριο. Ο οδοντίατρος την είχε καληνυχτίσει φεύγοντας και μάλιστα τον είχε ακούσει να κλειδώνει την κεντρική πόρτα του κτιρίου. Οπότε αν είχε ξαναγυρίσει, θα είχε ακούσει την πόρτα να ξεκλειδώνει, πράγμα που δεν συνέβη ποτέ. Ανησύχησε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα με βήμα ταχύ, κάνοντας τα τακούνια της να κροταλίσουν δυνατά στο μαρμάρινο πάτωμα και την ηχώ τους να κατακλύζει τον άδειο χώρο. Φοβήθηκε μήπως κάποιος είχε ξεμείνει στο κτήριο και την περίμενε ώσπου να βγει από το γραφείο της. Προσπάθησε να ξεκλειδώσει την πόρτα. Το φως του διαδρόμου έσβησε, βυθίζοντας την στο απόλυτο σκοτάδι. Ούτε οι λάμπες του δρόμου ήταν αναμμένες και όλο αυτό την έκανε να αναριγήσει. Ο διακόπτης ήταν αρκετά μακριά της, δεν είχε χρόνο. Το ασανσέρ είναι σε γωνία και στο σημείο που βρισκόταν εκείνη δεν μπορούσε να το δει καλά. Άκουσε την πόρτα του να ανοίγει και μια δέσμη φωτός να φωτίζει το σημείο μπροστά του. Τέσσερα πέντε βήματα στον διάδρομο και μετά σιωπή. Παρέμεινε στην πόρτα για να δει ποιος θα εμφανιστεί και… κανείς! Αέρας! Τρέχει να ανάψει το φως και προχωράει προς το ασανσέρ, έτοιμη να φωνάξει στην περίπτωση που κάποιος προσπαθήσει να της επιτεθεί. Κανείς! Το ασανσέρ είναι ακόμα στο ισόγειο, μα είναι άδειο. Τρέχει προς την πόρτα του μεταφραστικού. Ήταν κλειδωμένη. Απέναντι ήταν η πόρτα που οδηγούσε στο λεβητοστάσιο. Κλειδωμένη επίσης. Με τον κρύο ιδρώτα να την έχει λούσει, αποφασίζει ότι ήταν η ώρα να το βάλει στα πόδια όσο πιο γρήγορα γινόταν. Βγήκε στον δρόμο φανερά αναστατωμένη χωρίς να κλειδώσει την πόρτα. Για καλή της τύχη, εκείνη την ώρα περνούσε ένα ταξί, το οποίο άρπαξε χωρίς δεύτερη σκέψη.
                Την επόμενη ημέρα, το γραφείο πλημμυρισμένο από το λαμπερό φως του ήλιου, δεν την τρόμαζε καθόλου και ξεκίνησε την δουλειά της χωρίς να χάσει χρόνο. Σε μια στιγμή χαλάρωσης απ τη  δουλειά, διηγήθηκε στις συναδέλφους της με κάθε λεπτομέρεια τι είχε συμβεί και ζήτησε να της πουν αν είχαν βιώσει ποτέ και οι ίδιες κάτι ανάλογο. Έγνεψαν αρνητικά, κοιτώντας την ταυτόχρονα με καχυποψία και δυσπιστία. Ήταν έτοιμη να το αφήσει πίσω της όλο αυτό, όταν μια από τις συναδέλφους της, η οποία όλη εκείνη την ώρα παρακολουθούσε σιωπηλή την συζήτηση των υπολοίπων χωρίς να συμμετέχει, αποφάσισε να της φανερώσει κάτι που της είχαν πει παλιότεροι συνεργάτες της όταν είχε πρωτοπιάσει δουλειά εκεί, μα ποτέ δεν τους πίστεψε. Πριν καμιά εικοσαριά χρόνια είχε πεθάνει ξαφνικά από καρδιά στο γραφείο του ένας δικηγόρος…

                                                              Να ήταν άραγε αυτός;

                                                       



               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μου την γνώμη σας...